ἀγγέλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγέλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγέλι τό, ἀμάρτ. ἀgέλι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀντζέλι Τσακων.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄγγελος.
Σημασιολογία
1)Μικρὸς ἄγγελος ἐν εἰκόνι Τσακων.: Ἔνταϊ ἁ μάτη ἔ᾿ ἔχα δύου καμπζία σὰν ἀντζέλιˬα (αὐτὴ ἡ μήτης ἔχει δύο παιδία ὡς ἀγγέλια, ἤτοι ὡραιότατα ὡς παριστάνεται ὁ ἄγγελος) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελάκι 1. 2)Πληθ. ἀgέλιˬα τά, ἡ ἐν τῇ παιδιᾷ τῆς σφαίρας τετάρτη βολή, καθ᾿ ἣν οἱ παῖκται ρίπτοντες ὑψηλὰ τὴν σφαῖραν ἀνοίγουν τὰς χεῖρας καὶ τὴν πιάνουν, ρίπτοντες δὲ ἐκ νέου λέγουν «ὁ ἄgελος ἐβλόα, τὴ ψυχή dω τζιbολόα» Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. ἄγγελος Α5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA