ἀγγέλικα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγέλικα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγέλικα ἡ, Μακεδ. (Θεσσαλον.) –Λεξ. Περίδ. Βυζ.

Ετυμολογία

Ἰταλ. angelica.

Σημασιολογία

1)Δύο φυτὰ τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) (α)Αἰγιπόδιον τὸ ποδαγρικὸν (aegipodium podagraria), ἡ ἄλλως ρίζα Συριακὴ Περίδ. Βυζ. (β)Σέσελι τὸ Πελοποννησιακὸν (πβ. Διοσκορ. 3,55) δυσπροσδιόριστον κατὰ ΠΓεννάδ. 865 ἀγν. τόπ. 2)Οἰνοπνευματῶδες ποτὸν περιέχον αἰθέριον ἔλαιον τοῦ φυτοῦ ἀρχαγγελικῆς τῆς φαρμακευτικῆς (archangelica officinalis) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Συνών. μαστίχα, ντούζικο, οὗζο. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/