ἀγγέλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγέλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγέλισμα τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. κ.ἀ.) ἀgέλισμα Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελίζω.

Σημασιολογία

1)Ἡ εἰς πτωχὸν διδομένη βοήθεια, ἡ ἐλεημοσύνη Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.): Τοῦ ᾿δωσε λίγο ἀγγέλισμα Λακων. Πουλῶ-ἀγοράζω ἀγγελίσματα (τὰ ἐλέη, ἤτοι τεμάχια ἄρτου, ἔλαιον κττ.) Λακων. 2)Ἡ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐμβαλλομένη εἰς τὸν ἄνθρωπον σοφὴ σκέψις Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Τοῦ ᾿ρθε ἀγγέλισμα νὰ τὸ πῇ. 3)Ἀπροσδόκητος συμφορά, δυστυχία Πελοπν.: Τί ἀγγέλισμα τὸν βρῆκε!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/