ἀγγελοπλουμισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοπλουμισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγγελοπλουμισμένος ἐπίθ. Κάρπ. ἀgελοπλουμισμένος Κρήτ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀντζελοπλουμισμένος Κάρπ.

Σημασιολογία

Ὁ πλουμισμένος, ὁ πεποικιλμένος ὡς ἄγγελος ὡς φαίνεται οὗτος ἐν εἰκόνι, ὁ φέρων ἐνδυμασίαν ὡραίαν ἔχουσαν πολλὰ πλουμίδια, ἤτοι χρωματιστὰ κεντήματα ἢ ποικίλα χρώματα κττ., ἐν γένει ὡραῖος καὶ κατὰ τὴν ἐνδυμασίαν καὶ εἰς τὴν μορφήν: Ἔχει πολλὰ πλουμίδιˬα ἀπάνω του, εἶν᾿ ἀgελοπλουμισμένο (ἐπὶ παιδίου) Ἑρμούπ.|| ᾌσμ. Ἀgελοπλουμισμένη μου, μέλι μὲ τοὶς γλυκάδες, φαρμάκι ποῦ μὲ πότισες αὐτὲς τοὶς ἑβδομάδες Ἑρμούπ. Ἐκείτουdαν οἱ ὄμορφοι ι ἀgελοπλουμισμένοι χάμαι ᾿ς τὴ γῆ ἀγνώριστοι ᾿ς τὸ αἷμα των χωσμένοι Κρήτ. Βλέπω μιˬὰ ροῦσσα πέρδικα ἀντζελοπλουμισμένη Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/