ἀγγελοπρόσωπο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοπρόσωπο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγελοπρόσωπο τό, Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ πρόσωπο.

Σημασιολογία

Πρόσωπον ἀγγελικόν, ὡραῖον: ᾎσμ. Ὅταν γυρίσω καὶ τὸ ἰδῶ τ᾿ ἀγγελοπρόσωπό σου, δυˬὸ σαϊττεˬὲς μοῦ ρίχνουνε οἱ κόρες τῶν ματιˬῶ σου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/