ἀγγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγίζω ἐγγίζω Ἀπουλ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ.) ἐγγίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐντζίζω Χίος (Πυργ.) ἐντίζω Κύπρ. ἐgίγου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀγγίζω σύνηθ. ἀgίζω πολλαχ. ἀγγίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀgίζου Σάμ. κ.ἀ. ἀντίζω Κύπρ. ἀντζίζ-ζω Χίος (Μεστ.) ἀτζίζω Ἄνδρ. Ἴος Κύθν. Πάρ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀτζίζου Κυδων Λέσβ. κ.ἀ. ἀντζίχου Τσακων. ἀτζ᾿ζώ Πάρ. (Λεῦκ.) ᾿γγίζω Ἀπουλ. Εὔβ. Ἤπ. Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Δημητσάν. Κυνουρ. Λάστ.) Σίφν. κ.ἀ. –ΓΧατζιδ. Ἀκαδημ. Ἀναγν. 3,286 ᾿gίζω Ἀπουλ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.)κ.ἀ. ᾿γγίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿γγίτσω Ἀπουλ. (Καλημ.) ᾿γγίζου Ἤπ. Μακεδ. (Σισάν.) κ.ἀ. ᾿γγιˬούζου Ἤπ. ᾿γγίω Κίμωλ. Σίφν. ᾿gίχνω Κρήτ. ᾿γγίνω Καππ. (Ἀραβάν.) ᾿gίγου Θρᾴκ. (Αἶν.) ᾿γγίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἠγγίν-νου Λυκ. (Λίβυσσ.) ᾿ντζίζω Μεγίστ. κ.ἀ. ᾿ντίζω Κύπρ. ᾿τζίζω Κύθν Σῦρ. κ.ἀ. ᾿τζίγω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Κύθηρ. Μετοχ. ἀγγιιμένος Κῶς ᾿γγιμένος Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐγγίζω. Τὸ ἀγγίζω ἐκ συνεκφ. τοῦ θὰ ἢ νὰ κατισχύσαντος τοῦ ληκτικοῦ α τῆς προηγουμένης λ. Τὸ ἠγγίν-νου παρὰ τὸ ᾿γγίν-νου ἔχει τὸ η κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ηὐξημένου ἀορ. ἤγγισα.
Σημασιολογία
Α)Ἔνεργ. 1)Ἀμτβ. προσεγγίζω, πλησιάζω Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.: Τὸ καράβιν ἐγγίζει ᾿ς τὸ γιˬαλὸν Κερασ. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη μεταγν. Πβ. Πολύβ. 4,62,5 «ὡς τῆς μὲν Αἰτωλίας οὐδ᾿ ἐγγίζειν τολμήσαντος οὐδενός». β)Ἀπρόσ. (α)Ἐγγίζει, ἐπίκειται Ἀπουλ.: ᾿Γγίζει νὰ πάω. ᾿Γγίζει νὰ πεσάνωμε (ἀποθάνωμεν). (β)Πρόκειται Ἀπουλ. (Καλημ.): Σήμερι σὲ ᾿γγίτσει νὰ πρατήσῃ πολὺ (σήμερον πρόκειταί σοι, ἤτοι μέλλεις, νὰ περπατήσῃς πολύ). 2)Προσψαύω που σύνηθ.: Μὲ τὴ ράχι μου ἄγγιξα ᾿ς τὸν τοῖχο. Χωρὶς νὰ θέλω ἄγγιξα ᾿ς τὸ τραπέζι σύνηθ.|| Φρ. Ἂν τὸ πιˬάσω τὸ ψωμί, δὲ θ᾿ ἀγγίξῃ κάτω (δὲν θὰ πέσῃ οὐδὲ ψιχίον εἰς τὴν γῆν, ἄρα θὰ τὸ φάγω ὁλόκληρον) Ἰων. (Κρήν.) Σὰν πιˬάσῃ τὴ δουλε͜ιά, δὲν τὴ μολᾷ ν᾿ ἀγγίξῃ κάτω (τὴν τελειώνει πολὺ ταχέως) αὐτόθ. Συνών. ἀκκουμπῶ. 3)Μεταφ. κατὰ γ΄ πρόσωπ. ἀναλογεῖ, ἀνήκει, συνήθως ἐπὶ κληρονομιῶν Καλαβρ. (Μπόβ.) Σίφν. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. -Κορ. Ἄτ. 4,110: Ὅ,τι τοῦ ἀγγίζει Χίος Ὅ,τι μοῦ ᾿γγίζει Σίφν. Ὠ μου τὸ μερτικό μου τὶ μοῦ ᾿γγίζει (δῶσε μου τὸ μερίδιον, τὸ ὁποῖον μοὶ ἀνήκει) Μπόβ. Μοῦ ἐγγίζει ἡ κληρονομία Κορ. ἔνθ᾿ ἀν. β)Προσήκει, ἁρμόζει Θήρ. Κύπρ. Σῦρ. κ.ἀ.:Δὲ σοῦ ᾿gίζει νὰ φορῇς ψηλὸ καπέλλο Θήρ. Δὲ σοῦ ᾿gίζει νὰ πηαίνῃς μ᾿ αὐτὰ τὰ παλα͜ιοκώπελλα αὐτόθ. ᾿Ὲν μοῦ ᾿ντζίζει ν᾿ ἀνακατωθῶ ᾿ς τούτην τὴν γουλε͜ιὰν Κύπρ. Σοῦ ᾿τζίζει τώρᾳ νὰ σοῦ δώκω δυˬὸ τρεῖς ξυλεˬὲς Σῦρ. 4)Μετβ. θίγω τι, ἄπτομαί τινος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ.) Τσακων. – ΓΧατζιδ. ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲν τοῦ ἀγγίζω τὸ χέρι, γιˬατὶ πονεῖ. Τοῦ ᾿βαλα νὰ φάῃ, μὰ δὲν ἄγγιξε τίποτε. Μὴν ἀγγίσῃς τὸ φαεῖ. Λιγάκι νὰ τὸν ἀγγίξῃ κἀνεὶς θυμώνει σύνηθ. Μὴ τὸ ᾿γγίνῃς Ἀραβάν. Τοῦ ρίχνει τὴν πέτρα, μὰ κείνη δὲν ᾿τζίγει τὸ πουλλί Κύθηρ. Δὲν ἔχω ἀgισμένα (δὲν ἔχω ἐγγίσει) Κρήτ. Νὰ ἐγγίσῃς ἀτον, θυμώνει Κερασ. Ὥσπου εἶμαι ἐγώ, τὴν τρίχα σ᾿ κἀνεὶς ᾿κὶ τολμᾷ νὰ ἐγγίζῃ (ἐφόσον ὑπάρχω ἐγώ, τὴν τρίχα σου κἀνεὶς δὲν τολμᾷ νὰ ἐγγίσῃ) αὐτόθ. Δὲ ᾿γγίζει τὸ ψάρι (ἐνν. τὸ δόλωμα τοῦ ἀγκίστρου, ἤτοι δὲν συλλαμβάνεται. Φρ. ἁλιευτικὴ Γχταζιδ. ἔνθ᾿ ἀν. Σήμερα δὲν ἄγγιξε καθόλου (ἐνν. τὸ ψάρι τὸ δόλωμα, ἤτοι δὲν ἐπιάσθηκε κανένα ψάρι) Μῆλ. || Φρ. Καλῶς τ᾿ ἀτζίζω καὶ καλῶς τὸ δείχνω! (ἀντὶ τοῦ καλῶς σᾶς ἀντικρύζω, καλῶς σᾶς βλέπω. Χαιρετιστήριος προσφώνησις) Πάρ. Δέτε τό μὄγγισε! (τί μοῦ συνέβη) Ἀπουλ. Εἶναι κοίτα με καὶ μὴ μὲ ᾿γγίζῃς (ἐπὶ προσώπου εὐερεθίστου μὴ ἀνεχομένου τὴν ἐλαχίστην πρόσψαυσιν ἢ ἀδυνάτου καὶ κατίσχνου, ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ πράγματος λεπτοῦ καὶ εὐθραύστου) Παξ. Ὁ κὺρ μὴν ᾿gίζῃς (ὡς ἐπών. σκωπτικὸν τοῦ εὐερεθίστου ἀνθρώπου) Κεφαλλ. Τ᾿ ὁποὺ ᾿gίσῃ (παιδιά, καθ᾿ ἣν οἰ παῖκται ὑπερπηδοῦν τὸν κύπτοντα τρὶς κατὰ σειράν, αὐξανομένου ἑκάστοτε τοῦ ὕψους αὐτοῦ, προσέχοντες νὰ μὴν τὸν ἐγγίσουν εἴτε διὰ τοῦ ποδὸς εἴτε διὰ τοῦ ἐνδύματος διὰ νὰ μὴ χάσουν καὶ κύψουν αὐτοὶ) Σύμ. Ὁποὺ ᾿gίσῃ (ἡ παιδιὰ κυνηγητὸς, καθ᾿ ἣν εἶς τῶν παικτῶν διὰ κλήρου ὁριζόμενος καταδιώκει τοὺς ἄλλους, ὁ δὲ ἐγγισθεὶς ὑπὸ τοῦ καταδιώκοντος ἀντικαθιστᾷ τοῦτον. Τοῦτο λέγεται κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁποὺ πιˬάσῃ, ὁπότε ὁ καταδιώκων συλλαμβάνει καὶ κρατεῖ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον καταφθάνει, ὅστις καὶ ἀντικαθιστᾷ αὐτὸν) αὐτόθ. (Συνών. φρ. ἀγγιχτὸ κυνηγητό). || Παροιμ. Ἀποκεῖ ἐπέρασε, μὰ δὲν ἄgιξε (εἰρων. ἀντὶ τοῦ οὐδεμίαν συνάφειαν ἔχει πρὸς τὸ πρᾶγμα. Συνήθως λέγεται πρὸς ἀναίρεσιν τοῦ βεβαιοῦντος περὶ τινος, ὅτι ἔχει ἀρετήν τινα) Ἑρμούπ. Τῆν. κ.ἀ. Μὴ μὲ ᾿γγίσῃ, τὶ σὲ ᾿γγίζω, ἂ μὲ ᾿γγῇ, σὲ τηγανίζω (ἐπὶ γενναίου μὲν καὶ φιλησύχου, ἀλλὰ τιμωροῦντος αὐστηρῶς τὸν προσβάλλοντα αὐτὸν) Καλαβρ. Ὅπου τοῦ ᾿γγίζει ᾿ς τὴν καρδ͜ιά, γαδουρινὰ φωνάζει (ἐπὶ τοῦ δικαίως ἀγανακτοῦντος) Σίφν. κ.ἀ. Μῆνας πὄν σοῦ ᾿ντίζει, τὲς ἡμέρες του μὲν τὲς μετρᾷς (ἤτοι μὴ φροντίζῃς περὶ ξένων λογαριασμῶν) Κύπρ. β)Ἅπτομαι ἀσελγῶς διὰ τοῦ δακτύλου τῆς ἕδρας τινὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. ἀβγολογῶ Α3β, δαχτυλίζω. γ)Θίγω τὴν τιμὴν γυναικός, συνήθως δὲ παρθένου, διακορεύω σύνηθ.: Τὴν εἶχε μαζί του πολλὲς μέρες, ἀλλὰ δὲν τὴν ἄγγιξε. Συνών. ξεπαρθενεύω, πειράζω. δ) Ψηλαφῶ, ἐρευνῶ Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.):᾿Γιὰ gίξ᾿ ἐπά ᾿ς τὸ λαιμό μου νὰ δῇς ἕνα πρήξιμο ποῦ τό ᾿χ᾿ ἀποὺ τὴ μιὰ bάdα Ἀπύρανθ. ᾿Ὲν ἔν᾿ χρήματα πολ-λὰ τσαὶ θὰ τὰ λυπηθῆτε, ᾿ντζίστε μέσ᾿ ᾿ς τὴν τσέπην σας Κύπρ. ε)Κεντῶ Κύπρ.:᾿Ντίσε λ-λίον τῆς γαδάρας νὰ φτάσουμεν. 5)Ἀνοίγω πίθον ἢ βαρέλλιον καὶ κάμνω ἀρχήν χρησιμοποιήσεως τοῦ περιεχομένου, οἷον οἴνου, ἐλαίου, ξηρῶν καρπῶν, δημητριακῶν κττ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.):Ἐgίξαμεν ἐχτὲς μιὰ μεθήρα κρασί. Τὴ Σαρακοστὴ θὰ τὰ ᾿gίξωμε τὰ σῦκα μας || ᾎσμ. Μιὰ bατινάδα κι ἄλλη μιˬὰ κ᾿ ἕνα πατιναδάκι, μὰ πότε θὰ τὸ ᾿gίξωμε τὸ συκομεθηράκι; (οὕτως ᾄδουν τὰ παιδία παρὰ τὴν θύραν γειτονίσσης, περὶ τῆς ὁποίας γνωρίζουν ὅτι ἔχει σῦκα). 6)Πειράζω, ἐνοχλῶ δι᾿ ἔργων Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Σισάν.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Τὸ μωρὸν κλείει χωρὶς νὰ τὸ ᾿ντζίξῃ κἀνένας Κύπρ. Ἂν κάμνῃς τοὺν λόουν μου, ᾿ὲν σὲ ἠγγίν-νου Λιβύσσ. β)Προξενῶ ζημίαν, βλάπτω Κάρπ. Κύπρ.:Τὰ ὀζὰ ἀγγίζουν τὰ σπαρτὰ Κάρπ. γ)Προσβάλλω, ἐπὶ νόσου συνήθως τῆς φθίσεως Στερελλ. (Αἰτώλ.) κ.ἀ.:Εἶχα ἔνα γουρ᾿νά᾿ κὶ τ᾿ ἄγγιξι ᾿ς τοὺ πλιμό᾿ (εἶχον ἓν γουρουνάκι καὶ τὸ προσέβαλε εἰς τὸν πνεύμονα ἐνν. ἡ ἀρρώστια). δ)Προσβάλλω, ἐπὶ δαιμονικῆς ἐπηρείας Κύπρ.: Ἐντίσαν τον οἱ Ἀνεράδες. ε)Μεταφ. ἐνοχλῶ, πειράζω διὰ λόγων, καθάπτομαι, λυπῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.):Μ᾿ αὐτὰ ποῦ λές μ᾿ ἀγγίζεις. Τὸν ἄγγιξαν πολὺ τὰ λόγιˬα μου. Σοῦ λέει κἄτι λόγια ποῦ σ᾿ ἀγγίζουνε. Τὸν ἄγγιξε κατάκαρδα σύνηθ. Τὰ λόγιˬα του μ᾿ ἀgίζουνε Κρήτ. Ὀλίγον ἔγγιξ᾿ ἀτον (ὀλίγον τὸν προσέβαλον) Κερασ. || Φρ. Μ᾿ ἔγγιξι ᾿ς τὰ φυλλουκάρδιˬα (μὲ προσέβαλε καιρίως) Ζαγόρ. Μ᾿ ἀgίζει ὣς τὸν φλέμονα (μοὶ κακοφαίνεται πολὺ) Κρήτ. Ἀπάνω ᾿ς τὴ gαρδιὰ μοῦ ᾿gιξε (μὲ ἐλύπησε πολὺ) Ἀπύρανθ. Συνών. ἀγγιχτίζω. 7)Δοκιμάζω (λέγεται ἐπὶ τῆς παιδιᾶς πεντεκούκκιˬα, καθ᾿ ἣν ἀναρρίπτει τις χάλικας καὶ δέχεται αὐτοὺς κατερχομένους ἐπὶ τοῦ ὀπισθέναρος τῆς χειρὸς καὶ τἀνάπαλιν, ὁ δὲ λαμβάνων τοὺς περισσοτέρους χάλικας, ἀρχίζει πρῶτος τὴν παιδιὰν) Ζάκ. 8)Ὑπεξαιρῶ, κλέπτω Ἄνδρ. Κρήτ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Χίος κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ.: Καλὴ δούλα, μὰ ἀgίζει Ἑρμούπ. Πρόσεχέ τον, γιˬατὶ ἀγγίζει Χίος Δὲν ἀgίζει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἂν εἶναι καὶ χρυσάφι Κρήτ. Β)Παθ. 1)Πειράζομαι, δυσαρεστοῦμαι, ἀγανακτῶ Κύπρ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Ἁρπάχτηκεν τσ᾿ ἐντίστηκεν τσ᾿ ἐθύμωσεν τσ᾿ ἀγγρίστηκεν β)Σκανδαλίζομαι Ἀθῆν. (παλαιότ.):Μὴ με ᾿τζιˬᾷς, τὶ ᾿τζίγομαι. γ)Συγκινοῦμαι Καλαβρ. (Μπόβ.): Ἔχω τὴν gαρδίαν ᾿γγιμένη. 2)Προσβάλλομαι ὑπὸ σοβαρᾶς νόσου, συνήθως τῆς φθίσεως Κύπρ. Χίος κ.ἀ.: Ἀγγίχτηκε καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφὸς Χίος Ἔν᾿ ᾿ντζισμένος, γιατὶ οὔλ-λου βέει (βήχει) Κύπρ. 3)Προσβάλλομαι ὑπὸ κακοποιῶν πνευμάτων, καθίσταμαι ἐκ δαιμονικῆς ἐπηρείας τρελλός, μανιακός, ἐπιληπτικός, παράλυτος κττ. Κύπρ.: Γλέπουν τὴν λιχοῦσαν νὰ μὲν ἔν᾿ μανιὴ της, γιατὶ φοοῦνται μὲν πά ταὶ ᾿ντιστῇ, ἅμα μείνῃ μανιή της. Ἐντίστηκεν ἀπὸ ἄημες γεναῖκες- ἀπὸ τὸ στοιει͜ὸν τοῦ σπιδκιˬοῦ. Ἔν᾿ ᾿ντισμένος, νὰ ρωτήσωμεν τοὺς μάους- δκιˬεβάστε του τοὺς ξορτισμούς. β)Δυστυχῶ. Μόνον μετοχ. ἀγγιιμένος=δυστυχής, κακόμοιρος, κακότυχος Κῶς. Πβ. ἀγγεύω, ἀγγιάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA