ἀγαθόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαθόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
ἀγαθόχορτο τό, Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαθὸς καὶ τοῦ οὐσ. χόρτο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν βούπλευρον τὸ θαμνῶδες (bupleurum fruticosum) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae), βότανον κατὰ τοῦ ἀγαθοῦ, ἤτοι τοῦ ἐρυσιπέλατος (ΠΓεννάδ. 205). Συνών. λαρδάσταχο, λαφόκλαδο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA