ἀγαθωσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαθωσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγαθωσύνη ἡ, Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Βωμ. 77 ἀβαθωσύνη Μεγίστ. ἀαθουσύνη Λυκ. (Λιβυσσ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγαθωσύνη.

Σημασιολογία

1)Ἀγαθότης, χρηστότης Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) κ.ἀ. ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Ἡ νεραϊδένιˬα σου ὀμορφάδ᾿ ἀγαθωσύνη ἐγίνη ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Μωρία, εὐήθεια Λυκ. (Λιβυσσ.) Μεγίστ.: Φρ. ἀβαθωσύνην τὸν ἔωτσεν ἑ θεὸς (ἔωτσεν=ἔδωκεν. Ἐπὶ τοῦ μὴ διαμαρτυρομένου καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὑβρίζεται ἢ κακοποιεῖται) Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγαθάγρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/