ἀγαθωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαθωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαθωτὸς ἐπίθ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαθὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ωτός.
Σημασιολογία
1)Χρηστός πως, ἐνάρετος, καλοκάγαθος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) β)Οὐδ. πληθ. ἀγαθωτὰ οὐσ. τὰ καλὰ ἔργα, αἱ εὐεργεσίαι Τραπ.: Ἐποίκεν πολλὰ ἀγαθωτά. Συνών. καλά, ψυχικά. 2)Ἐπιπόλαιος, μωρός, εὐήθης Πόντ. (Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.): Ἀγαθωτὸς ἄθρωπος ἔν᾿ (εἶναι) Τραπ. Χαλδ. Ἅμον ἀγαθωτὸς ὁμζ᾿ (ὁμοιάζει ὡσὰν ἀγ.) Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγάθας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA