ἀγαλάχτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαλάχτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγαλάχτωτος ἐπίθ. Κυκλ. (Σῦρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαλαχτώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων γάλα, ἐπὶ θηλαζούσης γυανικὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀπόκοψε τὸ παιδί της, γιˬατὶ ἧταν ἀγαλάχτωτη Σῦρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγάλατος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/