ἀγαλήνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλήνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαλήνιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγαλένιστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀαλάνιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀγαλένιγος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γαληνίζω. Τὸ α τοῦ ἀαλάνιστος κατ᾿ ἀφομ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καταπραϋνόμενος, ὁ μὴ καθησυχάζων, συνήθως ἐπὶ νηπίου ἔνθ᾿ ἀν.: Ντ᾿ ἄγαλένιγον μωρὸν ἔν᾿, ἤντν εὐτάγ᾿ ἀτο ᾿κὶ γαλενίζ᾿! (τί ἀγ. μωρὸ εἶναι, ὅ,τι τοῦ κάμνω δὲν ἡσυχάζει. Ὁ τόνος τοῦ ἀρκτικοῦ α διᾶ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματ. ντό) Κοτύωρ. Μ᾿ ἀφίντς τὸ μωρὸν ἀγαλένιστον, γαλέντσον ἀ (μὴν ἀφίνῃς τὸ μωρὸ ἀγ., καθησύχασέ το) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA