ἀγαλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγαλίκι τό, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τουρκ. agalik=ἡ ἰδιότης τοῦ ἀγᾶ, μεγαλοψυχία, ἔπαρσις.
Σημασιολογία
Ἡ αὐθεντία, ἡ ἐξουσία τῶν Τούρκων ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Ἐλευτεριˬά, ἐλευτεριˬά, | ζήτω, παιδιˬά, ἡ λεβεντιˬά, πέθανε τὸ ἀγαλίκι, | τώρᾳ θὰ τοὺς φάν οἱ λύκοι (ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει τῆς Ἠπείρου κατὰ τὸν πόλεμον πρὸς τὴν Τουρκίαν τὸ 1912) Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA