ἀγαλματάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαλματάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγαλματάκι τό, Ἀθῆν. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄγαλμα.

Σημασιολογία

Μικρὸν ἄγαλμα ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀπάνω ᾿ς τὸ πιˬάνο ἔχει ἀγαλματάκιˬα Ἑρμούπ.|| Φρ. Εἶναι ἀγαλματάκι! (ἐπὶ τοῦ εὐειδοῦς προσώπου) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/