ἀγανεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγανεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγανεˬὰ ἡ, ἀγανέα Πελοπν. (Μάν.) ἀγανεˬὰ Πελοπν. (Καλάμ. Λακεδ. Λακων. Μάν.) ᾿γανεˬὰ Πελοπν. (Λακων.) ἀγανία Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1)Ἡ δι᾿ ἑλιγμῶν κατὰ πόδας καταδίωξίς τινος, συνήθως ἐπὶ τοῦ κυνηγίου τῶν ὀρτύγων Πελοπν. (Λακων.): Τὰ πῆρε τὰ ὀρτύκιˬα ἀπ᾿ ἀγανεˬά. Τὸν πῆρ᾿ ἀπ᾿ ἀγανεˬά Συνών. ἀγάνεμα. 2)Καμπὴ ἀνωφεροῦς ὁδοῦ, ἑλικοειδὴς ὁδὸς εἰς κλιτῦν βουνοῦ Πελοπν. (Καλάμ. Λακεδ. Λακων. Μάν.): Τὰ μουλάρια πάνε ἀπὸ τοὶς γανεˬὲς Λακων.|| ᾎσμ. Τραύιξα ἀπὸ τὴν ἀγανεˬὰ | γιὰ νὰ ξανοίξω τὰ νησιˬὰ νοποῦ ἤτανε τὸ σπίτι μας (νοποῦ=ὅπου) Μάν. Συνών. ἀναγανεˬά, γάγγλα. Πληθ. Ἀγανεˬὲς τοπων. Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/