ἀγανεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγανεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγανεύω (II)Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγανός.
Σημασιολογία
Παύω νὲ εἶμαι ἐντεταμένος, χαλαροῦμαι: Δὲν τό ᾿δετσες καλὰ τὸ σκοινὶ τσαὶ ἀγάνεψε (ἔδετσες=ἔδεσες).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA