ἀγανοϋφαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγανοϋφαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγανοϋφαίνω Κυκλ. (Σῦρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγανὸς καὶ τοῦ ρ. ὑφαίνω.

Σημασιολογία

Ὑφαίνω ἀραιῶς, χαλαρῶς, μὴ συσφίγγων τὴν κρόκην κατὰ τὴν διασταύρωσιν τῶν στημόνων διὰ ἰσχυροῦ κτυπήματος τοῦ ὑφαντικοῦ κτενίου ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγανοϋφαίνω τὸ παννὶ, γιˬατὶ δὲ μ᾿ ἀρέσει νὰ ᾿ναι κρουστὸ Κυκλ. (Σῦρ. κ.ἀ.) Ἀγανοϋφασμένος ἀλατζᾶς (ὕφασμα ποικιλόχρουν) Αἴγ. Σῦρ. κ.ἀ. Ἀγανοϋφασμένο παννὶ-σεντόνι κττ. Αἴγ. Σῦρ. κ.ἀ. Πβ. ἀγανοπλέκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/