ἀγαν-τάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαν-τάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγαν-τάρω Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Μεγίστ. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Σαλαμ. κ.ἀ. ᾿γαν-τάρω Νίσυρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀγαν-τέρνω Παξ. ἀγαν-ταρίζω Παξ. Προστ. ἀγάν-τα.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. agguantare=συλλαμβάνω, πιˬάνω. Τὸ ἀγάν-τα ἀπ᾿ εὐθείας ἐκ τῆς προστ. agguanta.

Σημασιολογία

1)Δράττομαι, συλλαμβάνω, κρατῶ τι Ζάκ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ.: Ἀγαν-τάρω τὸ σκοινὶ Παξ. κ.ἀ. Ἀγαν-ταρίστηκε ἀπὸ τὸν κλῶνο μιˬανῆς ἐλα͜ιᾶς αὐτόθ.|| Φρ. Ἀγαν-τάρουν τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους (τοὺς περιπλέκουν εἰς τὰ δίκτυά των. Ἐπὶ τῶν τοκογλύφων) Παξ. Ἀγαν-τάρισα μιˬὰ καλὴ σεκουλατσιῶνα (κερδοσκοπικὴν ἐργασίαν) Ἰθάκ. Ἀγαν-ταρίστηκε ἀπὸ τοὺς συbεθέρους του (δηλ. προσεκκολήθη εἰς αὐτοὺς καὶ ἔτυχε παρ᾿ αὐτῶν ὑποστηρίξεως καὶ βοηθείας) αὐτόθ. 2)Πλησιάζω, καταφθάνω πλοῖον, ὡς ὅρ. ναυτικὸς Πόντ. (Οἰν.) 3)Βοηθῶ, ἐνισχύω τι (τὸ ἀντικ. δύναται νὰ εἶναι καὶ ἔμψυχον καὶ ἄψυχον) Θήρ. Σαλαμ. κ.ἀ.: Ἀγαν-τάρισέ μας νὰ σάρουμε τὸ παννὶ Σαλαμ. Ἀγαν-τάρω τὴν ἀντέννα (ἐπιθέτω εἰς τὴν κεραίαν ἐνισχυτικόν τι ἐπίθημα αὐτόθ. 4)Βαστάζω, ἀντέχω, ὑπομένω Θρᾴκ. Μῆλ. Σαλαμ. κ.ἀ.: Δὲν ἀγαν-τάρω τὴ φωθιˬὰ Μῆλ. Δὲν ἀγαν-τάρω πεˬὰ τὰ βάσανα Σαλαμ. Δὲν ἀγαν-τάρω ᾿ς τὴ δουλε͜ιὰ αὐτόθ. Δὲν ἀγαν-τάρει τὸ σκοινὶ σὲ τόσο βάρος αὐτόθ. Πέρασ᾿ ἡ ἡλικία τ᾿, δὲν ἀγαν-τάρ᾿ Θρᾴκ. Ἀκόμ᾿ ἀγαν-τάρ᾿, δὲν εἶναι γιˬὰ πεθαμὸ αὐτόθ. Τὰ ξύλα ἀγαν-τάρ᾿νε αὐτόθ. Προστ. ἀγάν-τα σύνηθ. 1)Πιάσε, κράτησε, στήριξε σύνηθ.: Ἀγάν-τα τὸ φόρτωμα (ὑποστήριξε τὸ φορτίον ζῴου, τὸ ὁποῖον κλίνει πρὸς τὴν ἑτέραν πλευρὰν) Σαλαμ. 2)Ἄντεχε, ὑπόμενε, βάστα σύνηθ.: Ἀγάν-τα καὶ θὰ γλυτῶσῃς. Ἀγάν-τα παλληκάρι! σύνηθ.|| ᾎσμ. Ἀγάν-τα, Ἄννα, ᾿γάν-ταρε, κ᾿ εἶν᾿ ὁ καιρὸς μεάλος κ᾿ ἐμεῖς θὰ πολεμήσωμεν νὰ διˬώξωμεν τὸν Χάρων Νίσυρ. 3) Ἐπιρρηματ. ἐμπρὸς πάσῃ δυνάμει, ὁλονὲν ταχέως σύνηθ.: Φρ. Ἀγάν-τα τὰ κουπιˬά! (κωπηλάτει μὲ δύναμιν) σύνηθ. Κάνω ἀγάν-τα (καταβάλλω δυνάμεις ἰσχυρὰς πρὸς ἐπίτευξιν ἔργου τινὸς) Παξ. Θέλει ἀγάν-τα ἡ δουλε͜ιὰ αὐτόθ. Ὁλο ἀγάν-τα, ὅλο ἀγάν-τα, καὶ τὰ κατάφερα αὐτόθ. Πβ. ἀβάντι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/