ἀγαπητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαπητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαπητὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀγαπητὲ Τσακων. ἀγαπετὲ Τσακων. ἀgαπητὸ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀαπητὸς Κύπρ. ᾿γαπητὸς Μεγίστ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγαπητός.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἄξιος νὰ ἀγαπηθῇ σύνηθ.: Εἶναι ἀγαπητὸς ἄνθρωπος. Εἶναι πολὺ ἀγαπητὸ παιδί. Ἔγινε σὲ ὅλους ἀγαπητός. Ἡ κλητ. ἀγαπητέ! ἀγαπητέ μου! εὔχρηστος ὡς προσφώνησις κοιν.: Ἄκουσε, ἀγαπητέ μου! Δὲν εἶναι ἔτσι, ἀγαπητέ μου! Ἀγαπητὲ φίλε! Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύριον πολλαχ., ἤδη δὲ καὶ μεσν. 2)Οὐσ. ἐραστὴς Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλάβρ. (Μπόβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA