ἀγαποβότανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαποβότανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγαποβότανο τό, πολλαχ. ἀγαπουβότανου Θεσσ. Μακεδ. Στερελλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγάπη καὶ βοτάνι.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἀγριόχορτον τεύκριον τὸ πόλιον (teucrium polium) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae) (ΘΧελδράιχ 69 καὶ ΠΓεννάδ. 956), τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν βοτανιῶν, φυτρῶνον, κατὰ τὴν λαϊκὴν δοξασίαν, ἐκ χελιδονοφωλεᾶς, ἡ ὁποία μετὰ τὴν ἀποδημίαν τοῦ πτηνοῦ ποτίζεται ἐπὶ τινας ἡμέρας ἐντὸς γλάστρας. Χρησιμοποιεῖται ὡς μαγικὸν φίλτρον γεννῶν καὶ προάγον τὸν ἔρωτα, κατὰ δὲ τὸν Διοσκορίδην (3,114) θεραπεύει τοὺς σπληνικοὺς, «ἄγει κοιλίαν καὶ ἔμμηνα» καὶ ἀποδιώκει «ὑποστρωννύμενον καὶ θυμιώμενον» τὰ θηρία, ἤτοι τὰ ἐπιβλαβῆ ἔντομα κλπ. (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 <1926> 442) πολλαχ. Συνών. ἀγαποχόρταρο, ἀγαπόχορτο, ἀμάραντος, βοτάνι τῆς ἀγάπης, λαγοκοιμηθεˬά, λιβανόχορτο, λουτρόχορτο, μητέρα, παναγιόχορτο, σκορπίδι, σπληνοβότανο τῆς Κυρᾶς τὸ χορτάρι, τῆς Παναγιˬᾶς τὸ χορτάρι. 2)Πᾶσα μαγικὴ σκευασία βάσιν ἔχουσα τὸ ἀγαποβότανο καὶ ὡς φίλτρον ἐπὶ τοῦ σώματος συνήθως φερόμενον καὶ ὡς φίλτρον ἐπί τοῦ σώματος συνήθως φερόμενον Θεσσ. Μακεδ. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/