ἀγαποῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαποῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγαποῦσα ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγαπῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα.

Σημασιολογία

Ἡ μακρόπους ἰδίως καὶ μὲ μικρὰν κοιλίαν ἀράχνη, φόλκος ὁ φαλαγγιώδης (pholcus phalangioides), ὀνομασθεῖσα οὕτως διὰ τὴν ἑξῆς παιδιάν. Ἀποσποῦν ἕνα πόδα τῆς ἀράχνης καὶ κρατοῦντες τοῦτον ἐκ τοῦ ἄκρου ἔρωτοῦν «μ᾿ ἀγαπᾷ ἡ μάννα μου ἢ ὄχι;» Ἡ σύσπασις τοῦ ποδὸς σημαίνει ἀπάντησιν καταφατικήν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/