ἀγαπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγαπῶ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγαπάω Ζάκ. Ἤπ. Ἰόνιοι Νῆσ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ. κ.ἀ) ἀγαπάου Β.Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Μακεδ. Πελοπν. (Λεντεκ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) κ.ἀ. ἀγαποῦ Θρᾴκ. (Κεσάν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. ἀgαπῶ Ἀπουλ. Καλβρ. (Μπόβ.) ἀgαπάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκαπῶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀαπῶ Ἰκαρ. Κάρπ. Κύπρ. (καὶ ἀγαπῶ) Μεγίστ. Χήλ. Χίος (καὶ ἀγαπῶ) κ.ἀ. ἀαπάω Κάρπ. Κάλυμν. Ρόδ. κ.ἀ. ἀαποῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἐγαπῶ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Χαλδ.) ἠγαπῶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Πόντ. (Τραπ.) ᾿γαπῶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάλυμν. Καππ. (Μισθ.) Κύπρ. Κῶς Μεγίστ. Μύκ. Νίσυρ. Ρόδ. Σάμ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ. ᾿γαπάω Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. κ.ἀ. ᾿gαπῶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿gαπάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿gαποῦ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγαπίζω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Βιθυν. Ἤπ. Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Πελον. (Λακων.) Σῦρ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. ἀγαπίζου Λέσβ. κ.ἀ. ᾿γαπίζω Ἄνδρ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ᾿γαπίτζω Σύμ. Μεσ. ἀγαπίζομαι Καππ. (Ἀραβάν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀγαπῶ. Τὸ ε τοῦ ἐγαπῶ ὡρμήθη ἐκ τῶν παρῳχημένων χρόν. ἐγάπανα καὶ ἐγάπεσα, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ η τοῦ ἠγαπῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,231. Τὸ ᾿γαπῶ καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρου διήγ. στ. 72 (ἔκδ. Wagner σ. 126) «ἐγὼ ᾿γαπῶ κὶ ὀρέγομαι νά ᾿χετε τὴν ὑγειά σας». Τὸ ἀγαπίζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀγάπησα κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ εἰς –ισα ἀορ. τῶν εἰς –ίζω ρ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272. Ὁ τύπ. οὗτος καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1)Αἰσθάνομαι πρὸς τινα ἀγάπην καὶ στοργὴν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Σίλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τρίπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀγαπῶ πολὺ τὰ παιδιˬά μου-τὴ μητέρα μου-τοὺς γονεˬοὺς μου-τ᾿ ἀδέρφιˬα μου. Τὸν ἀγαπῶ σὰν τὰ μάτιˬα μου-σὰν τὸν ἑαυτὸ μου-σὰν παιδί μου. Ἡ γυναῖκα ἐκείνη ἀγαπᾷ πολὺ τὸ σκυλλάκι της. Ἀγαπε͜ιούμαστε πολὺ-σὰν ἀδέρφιˬα (ἀγαπῶμεν ἀλλήλους). Ἀδέρφιˬα ἀγαπημένα. Δυˬὸ φιλαινάδες ἀγαπημένες κοιν. Βαρέα ἀγαπῶ σε (ὑπερβαλλόντως) Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. ᾿Gαπάω τοὺ καλοὺ (τοὺς καλοὺς) Μπόβ. Ἄν μὲ ᾿gαπάῃ, δὲ gάν-νει τίποτε (ἂν μὲ ἀγαπᾷς, δὲν χάνεις τίποτε, διότι καὶ ἐγὼ σοὶ ἀνταποδίδω τὴν ἀγάπην σου) αὐτόθ. Μὲ τὰ κολακείας ἀγαπείεται (μὲ τὰς κολακείας, ἤτοι κολακεύων, ἀγαπᾶται) Κερασ. Ἀγαπίζουνται (ἀγαποῦν ἀλλήλους) Ἀραβάν.|| Φρ. Νὰ χαρῇς ὅ,τι ἀγαπᾷς! (εὐχὴ πρὸς ἐκεῖνον, παρὰ τοῦ ὁποίου ἐπιμόνως καὶ παρακλητικῶς ζητεῖταί τι).Ἀγαπῶ μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχὴ-μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιˬὰ (ὑπερβολικῶς. Πβ. ἀρχ. συνών. Ἀριστοφ. Νεφ. 86 «ἐκ τῆς καρδίας μ᾿ ὄντως φιλεῖς») κοιν. Ἡ φρ. ἐκφερομένη μετὰ τῆς προθ. ἐκ καὶ γενικ. ἤδη μεταγν. Πβ. Μᾶρκ. Εὐαγγ. 12,30 «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεό σου ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου». Ὁ ἄθρωπος μὲ τοὶς χάρες του ἀγαπε͜ιέται (διὰ τῶν προτερημάτων του προσελκύει τὴν ἀγάπην τῶν ἄλλων) πολλαχ. Ὁ ἄθρωπος μονάχος του ἀγαπε͜ιέται (ἀγαπᾶται, ἂν ὁ ἴδιος ἔχῃ προτερήματα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄλλα λόγιˬα ν᾿ ἀγαπε͜ιώμαστε (λέγε ἄλλα λόγια παρὰ αὐτὰ, τὰ ὁποῖα λέγεις, διὰ νὰ ἀγαπώμεθα. Λέγεται ὑπὸ τοῦ ἑτέρου τῶν συνδιαλεγομένων πρὸς ἀποδοκιμασίαν τῶν λόγων τοῦ συνομιλοῦντος) Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. Ἀσ᾿σὸ στούδι μ᾿ ἔν᾿ ντὸ ᾿κ᾿ ἂγαπείουμαι (ἀπὸ τὸ κόκκαλό μου εἶναι τὸ ὅτι δὲν ἀγαπῶμαι, δηλ. φυσικόν μου εἶναι νὰ μὴ προσελκύω τὴν ἀγάπην τῶν ἄλλων. Τὸ ᾿κ᾿ ἂγαπείουμαι ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀγαπείουμαι) Τραπ.|| Παροιμ. Ἀγαπάει ὁ Θεὸς τὸν κλέφτη, ἀγαπάει καὶ τὸ νοικοκύρι (ἐπὶ τοῦ ἀποκαλυπτομένου κλέπτου) πολλαχ. Γνωμ. Τὸν ἀαπᾷς περίμπαιζε καὶ τὸν μισᾷς χαιρέτα (δύνασαι τὸν φίλον σου καὶ νὰ εἰρωνευθῇς, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρόν σου ἔσο εὐπροσήγορος) Ἰκαρ. Τοὺν ἀαποῦ ᾿ὲν τοὺν θουροῦ κὶ τοὺν μισοῦ θουροῦ τουν (ὃν ἀγαπῶ δὲν βλέπω καὶ ὃν μισῶ βλέπω, δηλ. συχνότερον τοῦ ἀγαπωμένου βλέπομεν ἀδιαφόρους ἢ ἀπεχθεῖς εἰς ἡμᾶς ἀνθρώπους) Λιβύσσ. Ἀρα͜ιά, γαμπρέ μου, νά ᾿ρχίσι, νά ᾿σι κιˬ ἀγαπημένους (ἐπὶ τῶν συχνὰς καὶ πολυώρους ἐπισκέψεις ποιουμένων καὶ διὰ τοῦτο ὀχληρῶν γινομένων) Μακεδ. Μετοχ. ἀγαπημένος=ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν προσφιλὴς σύνηθ.: Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγαπημένο μου παιδί. Πβ. παπῶ. β)Ἀμτβ. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιοῦμαι πρός τινα Ἀθῆν. Ἄνδρ. Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μῆλ. Παξ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Τηλ. κ.ἀ.: Δὲν ἀγαπίζω μὲ τὸν δεῖνα Ἄνδρ. Μιˬὰ μαλώνουν, μιˬὰ ἀγαπίζουν Κρήτ. κ.ἀ. Ἀγάπησα μαζί του αὐτόθ. Ἤτανε μαλωμένοι, τῶρᾳ ὅμως ἀγαπήσανε Ἀθῆν. Ἑρμούπ. κ.ἀ. Δὲ χωράει ὄχτρητα μέσα ᾿ς τ᾿ ἀδέρφιˬα, μιˬὰ μέρα θ᾿ ἀγαπήσουνε Παξ. Ἐγαπῆσαν κ᾿ ἔζησαν οὕλοι μαζὶ Τῆλ. Ἀγαπήθηκε μὲ τὸ δεῖνα Κρήτ. Ἂς τρανήσουμε τὸ φταίξιμο ποῖος τό ᾿ει καὶ ἀπέκει ἂς ἀγαπηθοῦμε (ἂς ἴδωμεν ποῖος ἔχει τὸ φταίξιμο καὶ κατόπιν ἂς συμφιλιωθῶμεν) Πόντ. Μετβ. συμφιλιῶ, συνδιαλλάττω Ἀθῆν. Βιθυν. Ἤπ. Κρήτ. Λέσβ. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀγαπήσω ἐγὼ Ἀθῆν. Τοὺς ἀγάπησα Ἤπ. Πάμε νὰ τοὺς ἀγαπήσωμε Λακων. Δὲν ἐκρένανε χρόνια, τώρᾳ εἶναι κἄνας χρόνος ποῦ τοὺς ἀγάπησε ὁ πατέρας μου (ἐκρένανε=ὡμίλουν) Παξ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ Βλάχ. γ)Μόνον ὑπὸ τὸν τύπ. ἀγαπίζω μεταφ. ἑνοῦμαι, προσαρμόζομαι καλῶς, συνήθως ὡς ὅρ. τεχνικὸς ἐπὶ ἐπιφανειῶν Ἀθῆν. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Εἶναι σκεβρὰ τὰ ξύλα καὶ δὲν ἀγαπίζουν Ἀθῆν. ᾿Γαπίζει τὸ ξύλο μὲ τὸ σίδερο Ἑρμούπ. Συνών. σοφιλιˬάζω, φιλιˬάζω. 2)Αἰσθάνομαι πρός τινα ἔρωτα, ἐρῶμαι κοιν. καὶ Ἀπούλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Πῆρε τὸν ἄντρα ποῦ ἀγαποῦσε. Ἀγάπησε μιˬὰ ὄμορφη κωπέλλα. Τὸν ἀγάπησε φοβερὰ σὰν τρελλὴ (ᾐσθάνθη πρὸς αὐτὸν παράφορον ἔρωτα). Ἀγάπησε μιˬὰ τοῦ δρόμου (γυναῖκα τυχαίαν, κοινήν). Ἀγαπε͜ιέται πολὺ τὸ ἀντρόγυνο αὐτό. Ἀγαπε͜ιοῦνται ἀπὸ καιρὸ (ἔχουν ἀμοιβαῖον ἔρωτα). Ἅμα εἰδώθηκαν, ἀγαπήθηκαν κοιν. Τὴν βλέπει κ᾿ εὐτὺς τὴν ἀγαπίζει Κρήτ. Ἡ κόρη ἀγάπιζε τὸ πυλλὶ (ἐκ παραμυθ., ἐν ᾧ ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ πτηνοῦ κρύπτεται μεταμορφωμένος ἐραστὴς) Χίος Ἀγαπῆθαν κ᾿ ἐπῆραν τ᾿ ἕναν τ᾿ ἄλλο (ἠγαπήθησαν καὶ ἐπῆραν ὁ εἷς τὸν ἄλλον, δηλ. συνεζεύχθησαν) Οἰν. Ἀαπηθῆκαν πρῶτα τ᾿ ὕστερις ἐπαρτήκασιν Κύπρ. Μετὰ τοπικοῦ ἐπιρρ.: Ἀγαπῶ ἀλλοῦ (ἤτοι ἄλλον ἢ ἄλλην). Ἀλλοῦ ἀγαπᾷ καὶ δὲ μὲ θέλει ἐμένα πολλαχ. Καὶ ἄνευ ἀντικ. Μιˬὰ φορὰ ἀγάπησα κ᾿ ἐγὼ καὶ μοὺ βγῆκε ἡ ἀγάπη ξινή. Ποτέ του δὲν ἀγάπησε σύνηθ.|| Γνωμ. Ὅπο͜ιος ἀγαπᾷ στραβώνεται (ὁ ἔρως καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον τυφλόν, ὥστε νὰ ἀγαπήσῃ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάξιον ἔρωτος). Τὰ μάθιˬα ποῦ θωρε͜ιοῦνται ἐκεῖνα ἀγαπε͜ιοῦνται (τὸν ἔρωτα γεννᾷ ὁ συχνὸς συγχρωτισμὸς) Θήρ. Ὅπο͜ιος θέλει ν᾿ ἀγαπήσῃ πρέπει νὰ χασομερήσῃ Κρήτ. Ἀγαπῶ θὰ πῇ ἀγαπάω κιˬ ὄχι παίζω καὶ γελάω (ὁ ἀγαπῶν πρέπει νὰ ἀγαπᾷ ἀληθῶς, διότι δὲν εἶναι ἁπλῆ παιδιὰ ὁ ἔρως) Ἰόνιοι Νῆσ.|| ᾌσμ. Ἀγάπα με νὰ σ᾿ ἀγαπῶ, θέλε με νὰ σὲ θέλω, γιˬατὶ θελά ᾿ρθῃ ἕνας καιρὸς νὰ θέλῃς, νὰ μὴ θέλω πολλαχ. Ἀγαπῶ τον, ἀγαπᾷ με καὶ ἀντάμα ὅσο πάμε, ἡ καρδιˬά του ᾿ς τὴν καρδιˬά μου φεύει κ᾿ ἔρχεται, χαρά μου Μύκ. Καὶ τί μ᾿ ἀνάγκη νὰ χολιˬῶ καὶ νὰ κακοκαρδίζω, ἀφοῦ ᾿μαι περικαλετὸς ὅπου κιˬ ἂν ἀγαπίζω; Μεγίστ. ᾿Γαπῶ σε ποῦ τρελλαίνομαι, ᾿γαπῶ σε ποῦ ποθαίνω, καὶ μ᾿ ἕνα βλέμμα σου γλυκὺ πάλι, πουλλί μου, γε͜ιαίνω Νίσυρ. Μετοχ. ἀγαπημένος, ἀγαπημένη=ἐραστής, ἐρωμένη πολλαχ. Ἡ σημ. κατ᾿ ἐνεστ. Καὶ παρὰ τοῖς μεταγν. Πβ. Λουκιαν. Ἐνάλ. Διάλ. 3,2 (297) «ἀλλ᾿ ἄπιθι μὲν καὶ εὐτύχει ἐν τῷ ἔρωτι...χώρει παρὰ τὴν ἀγαπωμένην», Ζεὺς τραγῳδ. 2 (644) «εἶτα βουλεύεσθαι ταῦρον ἢ σάτυρον ἢ χρυσὸν γενόμενον ρυῆναι διὰ τοῦ ὀρόφου εἰς τὸν κόλπον τῆς ἀγαπωμένης». β)Ἐρωτοτροπῶ πρὸς γυναῖκα Θρᾴκ. (Αἶν.): Πήγαμι ᾿ς τοὺν ἀπάνου μαχαλᾶ κιˬ ἀγαπούσαμι. Συνών. φρ. κάνω ἐργολαβία. 3)Ἀσπάζομαι, φιλῶ Καππ. (Ἀραβάν.): Ἀγάπ᾿σα το (τὸ ἠσπάσθην). 4)Θωπεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τρίπ.): Ἐπῆρεν τὸ παιδὶν ἀπάν᾿ ᾿ς σὰ γόνατα ᾿τ᾿ κ᾿ ἐγάπεσαν ἀτο (ἐπῆρε τὸ παιδὶ ἐπάνω εἰς τὰ γόνατά του καὶ τὸ ἐθώπευσε) Κοτύωρ. Πβ. τὸ ἀρχ. ἀμφαγαπῶ. Συνών. χαϊδεύω. 5)Ἐπιθυμῶ, θέλω, ἀρέσκει μοι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ.): Ὅπως ἀγαπᾷς. Ἂν ἀγαπᾷς, ἔλα-πήγαινε-πές-κάνε το κττ. Ἀγαπᾷς νὰ κοπιˬάσῃς; Ἂν ἀγαπᾶτε, κοπιˬάστε (ἂν εὐαρεστῆσθε, ἔλθετε). Τί ἀγαπᾷ ὁ κύριος; σύνηθ. Σώπα καὶ τοῦ τὴ φτε͜ιάνουμε, ὅποτε ἀγαποῦμε Ζάκ. Πᾶρι πόθιν ἀγαπεῖς (λάβε ἀπὸ ὅπου θέλεις) Μακεδ. (Σιάτ.) Ἂτς ἀγαπῶ, ἂτς εὐτάγω (ἔτσι μοὶ ἀρέσκει, ἔτσι κάμνω) Κοτύωρ. Ν᾿ ἐγάπεναν ἐμᾶς τὰ γυναῖκας παρεῖναι μας, καλὸν εἶσεν στάναι (ἂν ἤθελαν νὰ μᾶς πάρουν ἡμᾶς τὰς γυναῖκας, καλὸν θὰ ἦτο) Ὄφ.|| Φρ. Ἂν ἀγαπᾷς, κόπιˬασε! (εἰρων. πρόκλησις πρὸς ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου τὰς ἀπειλὰς δὲν πτοούμεθα) πολλαχ. Νὰ σ᾿ δώ᾿ οὑ Θεὸς ὅ,τ᾿ ἀγαπάει ἡ καρδιˬά σ᾿! Ἤπ. Νὰ ντι δῇ ὁ Θεὸ ὅ,τσ᾿ ἔ᾿ ἀγαποῦα ἁ καρδιά ντι! (νὰ σοὶ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἀγαπᾷ ἡ καρδία σου!) Τσακων. Καλῶς ντ᾿ ἀγαπᾶς! (ἀπόκρισις πρὸς τὴν χαιρετιστήριον προσφώνησιν καλῶς ὥρισες) Ὄφ. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Λύσ. 215 Β «ὁ δὲ μὴ του δεόμενος οὐδέ τι ἀγαπῴη ἄν». β)Ἐκ τῶν ἐν σημ. 5 χρήσεων τὸ ἂν ἀγαπᾷς, κατὰ παράλειψιν τοῦ ρ. τῆς τελικῆς προτ. ν᾿ ἀκούσῃς, ἀπέβη κατὰ μικρὸν φρ. στερεότυπος ἰσοδυναμοῦσα πρὸς σύνδ. μεταβατικὸν ἢ συλλογιστικὸν τιθέμενον παρενθετικῶς συνήθως ἐν τῷ διηγηματικῷ λόγῳ σύνηθ.: Κιˬ ἀποκεῖ, ἂν ἀγαπᾷς, φύγαμε τὴν ἄλλ᾿ ἡμέρα πρωὶ μὲ τὰ ξημερώματα. Κ᾿ ὕστερα, ἂν ἀγαπᾷς, ἀκούω ξαφνικὰ ν᾿ ἀνοίγ᾿ ἡ πόρτα σύνηθ. Ὁ βασιλεˬὰς κ᾿ ἡ βασίλισσα κατέβηκαν, ἂν ἀγαπᾷς, ᾿ς τὸ κατώγει (ἐκ παραμυθ.) Νουμᾶς 1910 σ.5 γ)Εὐχαριστοῦμαι, τέρπομαι εἴς τι, πάντοτε μετὰ προτ. τελικῆς ὡς ἀντικ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀγαπῶ νὰ παίζω-νὰ πειράζω. Ἀγαπᾷ νὰ λέῃ ψέματα Τραπ. Χαλδ.|| Φρ. Ἀγαπᾷ νὰ λέῃ λόγιˬα (ἐπὶ τοῦ ἀκαίρως καὶ ἀσκόπως φλυαροῦντος) πολλαχ. Ἀγαπᾷ νὰ καλατεύ᾿ (νὰ ὁμιλῇ. Ἐπὶ τοῦ φλυάρου) Χαλδ. Ἀγαπᾷ νὰ συνταυλί᾿ (νὰ συνδαυλίζῃ ἐνν. τὰ καιόμενα ξύλα πρὸς ἀναζωπύρησιν τῆς φλογός. Ἐπὶ τοῦ ραδιούργου) Τραπ.|| Παροιμ. Ἀγαπῶ, γριά, νὰ κλάνῃς, μὰ νὰ μὴν τὸ παρακάνῃς (πρὸς τὸν κάμνοντα κατάχρησιν τῆς δοθείσης ἀυτῷ ἐλευθερίας) Ἤπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ τὰ παρεμφερῆ ἀρχ. Θουκ. 6,36 «ἀγαπᾶν οἴομαι αὐτοὺς ὅτι οὐχ ἡμεῖς ἐπ᾿ ἐκείνους ἐρχόμεθα», Πλάτ. Γοργ. 483 C «ἀγαπῶσι γάρ, οἶμαι, αὐτοὶ ἂν τὸ ἴσον ἔχωσι φαυλότεροι ὄντες», Λυσ. Κατὰ Ἐρατοθ. 11 «ὁ δ᾿ ἀγαπήσειν μ᾿ ἔφασκεν, εἰ τὸ σῶμα σώσω». δ)Προτιμῶ Κεφαλλ.: Ἀγάπαα νὰ χάσω ὅλη μου τὴν περιουσία παρὰ νὰ πάθω αὐτὸ. Ἐγὼ ἀγάπαα νὰ σπάσω τὸ πόδι μου παρὰ ν᾿ ἀκούω αὐτὰ ποῦ μοῦ λές. ε)Αἰσθάνομαι κλίσιν, ὄρεξιν πρὸς τι πρᾶγμα (α)Μετὰ ἐμψύχου ὑποκ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀγαπῶ τὸ κρασὶ-τὸ κρέας- τὸ ψάρι-τὸ ψητὸ κττ. Τὸ παιδὶ ἀγαπᾷ τὰ γράμματα-τὴ δουλε͜ιὰ-τὰ παιγνίδιˬα κττ. Ἀγαπᾷ τὰ γέλιˬα. Τὸ γουρούνι ἀγαπᾷ τὴ λάσπη. Ψάριˬα ποῦ ἀγαποῦν τὰ γλυκὰ νερὰ κοιν. Ἀπὸ μικρὸς τὰ ᾿γάπουμούνε τὰ γράμματα Ἰων. (Κρήν.) Τὸ παιδίν ἀτ᾿ ξάι ᾿κ᾿ ἂγαπᾷ τὰ γράμματα-τὸ σκολεῖον (τὸ παιδί του καθόλου δὲν ἀγαπᾷ κτλ. Τὸ ᾿κ᾿ ἂγαπᾷ ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀγαπᾷ) Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Τ᾿ ἀγάπωμ᾿ τὰ χωράφιˬα (ἠγάπων τὴν γεωργίαν) Τῆν. Τ᾿ ἀηˬδόνιˬα ἀγαποῦν ὅπου εἶναι νερὰ πολλὰ (βραχυλ. ἀντὶ ἀγαποῦν τὰ μέρη, ὅπου κτλ.) Κορ. Ἄτ. 2,5.|| Φρ. Ἀγαπᾷ τὰ ξινὰ (ἐπὶ τοῦ ἐπιρρεποῦς εἰς τὴν σαρκικὴν ἡδονήν, τοῦ φιλέρωτος) πολλαχ. Ἀαπᾷ τὰ ξινόμηλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. Ἀγαπᾷ τὰ παρδαλὰ (συνών.) Ἤπ. ᾿Γαπᾷ τὰ κούμελ-λα (τὴν ἑστίαν. Ἐπὶ γέροντος ἢ ὀκνηροῦ ἄνθρώπου) Σύμ. (Συνών. φρ. κάεται ᾿ς τὰ κούμελ-λα, κυνηγᾷ τὰ κούμελ-λα).|| Παροιμ. Ἀγάπαε ἡ Μάρω τὸ χορὸ κ᾿ ηὗρε καὶ ἄντρα χορευτὴ (ἐπὶ τοῦ ἀποκτήσαντος εἰς μέγαν βαθμὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐπεθύμει) Ἤπ. (β)Μετὰ ἀψύχου ὑποκ. Κορ. Ἄτ. 2,5 Λεξ. Βυζ.: Τὰ σιτάριˬα δὲν ἀγαποῦν τοὺς πετρώδεις τόπους Κορ. ἔνθ᾿ ἀν. Ὁ ἔλατος κιˬ ὁ πεῦκος ἀγαποῦν τοὺς ψυχροὺς καὶ χιˬονισμένους τόπους Βυζ. ς)Μοῦ εἶναι τι προσφιλές, φιληδῶ τινι σύνηθ.: Ἀγαπῶ αὐτὸ τὸ ρολόι-τὸ κάδρο, γιατὶ ἦταν τοῦ πατέρα μου. Ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου-τὸν τόπο μου-τὸ χωριˬό μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/