ἀμεταγύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμεταγύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμεταγύριστος ἐπίθ. Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀματαγύριστος Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀμεταγύριστος ὁ, Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μεταγυριστὸς < μεταγυρίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν γυρίζει, δὲν ἐπιστρέφει Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. 2) Οὐσ., τόπος, ὅθεν οὐδεὶς ἐπιστρέφει, ὁ ᾍδης Μεγίστ.: Ἄμε᾿ς τὸν ἀμεταγύριστο! (ἀρὰ) Συνών. ἀγύριστος Α 6 β, ἀδιˬάγερτος 2, ἀμεταδιˬάγερτος, ἀμήγυρος. Πβ. ἄγειρτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA