ἀμετασάλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμετασάλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμετασάλευτος ἐπίθ. Πόντ (Κερασ.)— Λεξ. Βλαστ. Μ. Ἐγκυκλ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀμετασάλευτος.
Σημασιολογία
Ὀ μὴ μεταβάλλων θέσιν, ὁ μὴ μετακινούμενος, ἀμετακίνητος. Συνών. ἀμετασάλωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA