ἀμιλικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμιλικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμιλικὸ τό, Ἤπ. κ. ἀ. ἀμελικὸ Ἤπ. — Λεξ. αἰν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμίλι. Ὁ τύπ. ἀμελικὸ διὰ τὸ λ.
Σημασιολογία
Ἀμίλι, ὅ ἰδ., ἔνθ᾿ἀν.: ᾿Σ τὸ χωριˬό μας ἔχουμε ἀμιλικὸ κ᾿ έκει̑ δέχομέστε ὅλους τοὺς ξένους καὶ τοὺς διˬαβάτες Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA