ἀμμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμμίζω Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμμος.

Σημασιολογία

Περιέχω ἄμμον, λιθάρια, ἐπὶ ἄρτου: Τὸ ψωμὶ ἀμμίζει (ἐνν. κατὰ τὴν μάσησιν) . Συνών. ἀμμουδίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/