ἀμμιράλιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμμιράλιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμμιράλιˬος ὁ, ἀμμιράλις Κάσ. Κέρκ. Κύπρ. — Λεξ. Βλαστ. ἀρμεράλιˬος ἀγν. τόπ. ἀλμιράγιˬος Χίος ἀρμιράγιˬος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ammiraglio. Ἐν τῷ ἀρμεράλιˬος ἔχομεν ἀνάπτυξιν τοῦ ρ, περὶ οὖ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917)Λεξικογρ. Ἀρχ. 83 κἑξ. Διὰ τὸν τύπ. ἀλμιράγιˬος πβ. καὶ τὸ παρὰ Δουκ. ἀλμιρᾶς καὶ τὸ Ἑνετ. ammiragio. Πβ. καὶ μεσν. ἀμιράλιος καὶ ἀμιράλις.

Σημασιολογία

Ὁ κυβερνῶν στόλον πολεμικόν, ναύαρχος ἔνθ᾿ἀν. : ᾎσμ. Εὐτὺς ὁ ἀρμεράλιˬος σινιˬάλο κάνει εὐτὺς ἀγν. τόπ. Ψαριˬανοὶ σπαντῖτοι, κλέφτες καὶ σκυλλιˬὰ ὁ ἀλμιράγιˬος ἔφυγε καὶ δὲν σᾶς θέλει πεˬὰ (ἐνν. ὁ Ὀρλώφ. σπαντῖτος = συμμορίτης, λῃστὴς)Χίος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/