ἀμνημόνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμνημόνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμνημόνευτος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καί Πόντ. (Ἀμισ.) άλημόνευτος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμνημόνευτος, ὃπερ διά τῆς ἐκκλησιαστικὴς γλώσσης εἰσηλθεν είς τὴν δημώδη γλῶσσαν

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ ὂνομα δέν ἐμνημονεύθη ὑπό τοῦ ἱερέως ἐν τῇ λειτουργίᾳ ἢ ἒν ἂλλῃ ἐκκλησιαστικῇ τελετῇ, ἢτοι ὁ ὑπέρ οὖ δέν ἐδεήθη ὁ ἱερεύς λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Σάντ. Χαλδ.): Ἀφῆκε τὴ μητέρα μου ἀμνημόνευτη ὁ παππᾶς Ἀθῆν. Ὁ κύρι σ' ἀλημόνευτος ἐπέμ'νεν (ἒμεινε) Χαλδ. 2) Ὁ μὴ ἀξιωθείς μετὰ θάνατον τῆς νονομισμένης ἐκκλησιαστικῆς κηδείς Πόντ. (Ἀμισ. Χαλδ.) : Ἀλημόνευτος ν' ἀπομέντς! (νά μείνῃς! Ἀρὰ) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/