ἀμονίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμονίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμονίζω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Μετβ. καταστρέφω, ἀποστομῶ, ἀπαμβλύνω τὴν ἀκμὴν ξυραφίου, μαχαίρας καὶ τῶν ὁμοίων τεμνόντων ὀργἀνων : Μὴν κόβῃς ξύλα, γιˬὰ θ᾿ἀμονίσῃς τὸ μαχαίρι καὶ θὰ θέλω ὀπίσωθε ἄλλα τροχίσματα (ὀπίσωθε=ἐκ νέου). Ἀμτβ. ἀποστομοῦμαι. ἀπαμβλύνομαι, ἐπί τεμνόντων ὀργάνων : Ἀμόνισε τὸ μαχαίρι - τὸ ξουράφι. Ἀμονισμένο μαχαίρι. Συνών. στομώνω. β) Ἀμτβ. ἀπαμβλύνομαι, φθείρομαι, ἐπί τῶν ὀδόντων μύλου καφὲ ἢ γέροντος : Οἱ μύλοι του ἀμονίσανε (μύλοι =ὀδόντες). Ἀμόνισε ὁ μύλος τοῦ καφέ. 2) Μεταφ. παρακμάζω : Ἀμόνισε πλέον ὁ δεινα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA