ἀμπαλάτιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαλάτιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμπαλάτιˬασμα τό, ἀμάρτ. ἀμπαλάδιˬασμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀμπαλάτιˬασμα. Πβ. Μεούρσ. καὶ Δουκ.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις ὑπακοῆς, ἀνυποταξία, ἀπείθεια : Τοῦτος ὁ ἄνθρωπος ἔει πολ-λὰ μεάλον ἀμπαλάδιˬασμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA