ἀμπάριζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπάριζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμπάριζα ἡ, ἀμπάρεζα ἐνιαχ. ἀμπάριζα πολλαχ. ἀbάριζα Θήρ. Μέγαρ. κ.ἀ. ἀμπάρ᾿ ζα Εὔβ. (Κύμ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. ἀbάριτζα Πελοπν. (Μάν.) ἀbαρίτζα Πελοπν. (Μάν.) ἀbάρ᾿τζα Σῦρ. (Ἑρμουπ.) ναbάρ᾿ζα Στερελλ. (Εὐρυταν.) ᾿ μπάριζα Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀλβαν. ambarezee, ὃ ἐκ τοῦ Ἑλλην. ἀμπάρρα. Πβ. GMeyer, Etym. Wört. alb. Spr. 9. Ἐν τῷ τύπ. ἀbάριτζα ἔγινε τροπὴ τοῦ ζ εἰς τζ, ὡς καὶ ἐν τῷ ζίζυφο - τζίτζυφο κττ. Τὸ ἀbαρίτζα ἐτονίσθη κατὰ τὰ εἰς -ίτσα.

Σημασιολογία

1) Λίθος τεθειμένος ἐν χώρῳ κυκλικῷ ἐν τῇ ὁμωνύμῳ παιδιᾷ Πελοπν. (Μάν.) β) Χῶρος κυκλικὸς κατὰ τὴν ὁμώνυμον παιδιάν, ὅστις κεῖται ἐν τῷ μέσῳ ἐν ἴσῃ ἀποστάσει ἀπὸ τοῦ ὁρμητηρίου τῶν δύο παιζουσῶν ὁμάδων Πελοπν. (Μάν.) 2) Παιδιὰ παιζομένη κατὰ διαφόρους τρόπους, τῶν ὁποίων ὁ κοινότερος εἶναι ὁ ἑξῆς. Τὰ παίζοντα παιδία διαιροῦνται εἰς δύο ὁμάδας, ἑκάστη τῶν ὁποίων ἔχει ἀρχηγὸν λεγόμενον μάννα, ἴδιον ὁρμητήριον καὶ τόπον περικεχαραγμένον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγκλείει τοὺς αἰχμαλώτους. Οἱ παίζοντες εἶναι ὁτὲ μὲν διώκοντες, ὁτὲ δὲ διωκόμενοι. Δι᾿ἁπλῆς ἐπαφῆς τῆς χειρὸς ὁ διωκόμενος γίνεται αἰχμάλωτος, ἡττᾶται δὲ ἡ ὁμάς, τῆς ὁποίας πάντα τὰ μέλη ἔγιναν αἰχμάλωτα (πβ. ΔΛουκοπ. Ποιὰ Παιγνίδ. παίζουν τὰ Ἑλληνόπ. 29 κἑξ.) ἔνθ᾿άν. : Παίζομε τὴν ἀμπάριζα. Συνών. ἀμπάρρα 10, ἀμπαρρίτσα II , ἔμπατος, καλές, σκλάβα, σκλαβάκιˬα, σκλαβιˬά. Πβ. γελεκάκι, γιˬουρdάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/