ἀνακατεψιˬὰρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακατεψιˬὰρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνακατεψιˬὰρις ἐπίθ. Ἤπ. κ. ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνακάτεψι ἢ ἀνακατεψιˬά.

Σημασιολογία

Ὁ διασπείρων ψευδεῖς λόγους, ὁ προκαλῶν σκάνδαλα καὶ διχονοίας, σκανδαλοποιός, ρᾳδιοῦργος. Συνών. ἀναδευτής, ἀνακατούρης, ἀνακατωσιˬάρις, ἀνακατωσούρης, ἀνακατωτήρι 2, ἀνακατωτής. ἀνακατωτούρης, πειραξιˬάρις, σκανταλιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/