ἀνακατσαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακατσαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακατσαρώνω ἀμαρτ. ἀνεκατσαρώνω Νάξ.(Ἀπύρανθ.) Μεσ. ἀνασγαντζαρώνομαι Λεξ. Αἰν. ἀνασκουντζουρώνομαι Πελοπν. (Γορτυν. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κατσαρώνω. Περὶ τῆς γενέσεως τοῦ σ ἰδ. ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant- Neugr. Jahrb. 6,430.
Σημασιολογία
1) Συστέλλομαι ἐκ φόβου ἢ ψύχους Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Μὰ ιˬάιdα κ᾽ ἐνεκατσάρωσες ἐσύ; Εἶdα ἔχεις κ’ εἶσ' ἀνεκατσαρωμένος; 2) Μες. ἀνορθοῦνται αἱ τρίχες μου ἐκ τρόμου ἢ ὀργῆς ὡς αἱ τῆς γαλῆς, ἐξαγριώνομαι, φρικιῶ Πεόπν. (Γορτυν. κ. ἀ)-Λεξ. Αἰν. Συνών. ἀνακατ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA