ἀνακοπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακοπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακοπὴ ἡ, λογ κοιν. ἆνασκοπἡ Κέρκ. Κεφαλλ. ἀνεκοπή Θήρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγ οὐσ. ἀνακοπὴ = ὀπισθοχώρησις, ἐπίσχεσις.
Σημασιολογία
1) ’Επίσχεσις, κατάπαυσις, ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῶν καταστάσεων, ἀνέμου, βροχῆς κττ. Θήρ. Κρήτ.: Ὁ καιρὸς ἔκαμὲνε ἀνακοπὴ Κρήτ. Σὰν ἀνεκοπὴ ἤκαμ' ἀγέρας τὠρᾳ δὰ Θήρ. Συνών. ἀνακωχὴ 2. β) Ὡς ὅρ. δικανικός, ἔνδικον μέσον κατὰ τῶν βουλευμάτων τοῦ συμβουλίου τῶν πλημμελειοδικῶν ἐνώπιον τοῦ συμβουλίου τῶν ἐφετῶν καὶ τοῦ συμβουλίου τῶν ἐφετῶν ἐνώπιον τοῦ Ἀρείου Πάγου ἢ ἔνδικον μέσον κατὰ πάσης ἐρήμην ἀποφάσεως παντὸς δικαστηρίου πλὴν τοῦ ᾿Αρείου Πάγου, ὅταν δικάζῃ ὡς ἀκυρωτικὸν λογ κοιν.: Κάνω ἀνακοπή. 2) ᾿Εμπόδιον κώλυμα Κέρκ. Κεφαλλ. : Δὲν ἔχω κἀμμία ἀνακοπή νὰ τόνε πιˬάσω νὰ τοῦ τὸ πῶ κατάμουτρα Κεφαλλ. ǁ Φρ. Τὸ λέει χωρὶς ἀνασκοπή (ἀδιστάκτως) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA