ἀνακούρκουδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακούρκουδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνακούρκουδα ἐπίρρ. Χοιν. ἀνακούκουρδα Θεσσ. Μακεδ. Πελοπν. (Δημητσάν.)-Λεξ.Πρω. ἀνακούρδικα Λευκ. ἀνακούρκαδα Λεξ. Δημητρ. ἀνακούρκουτα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ἀνακούρκωτα Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. ἀνακούρκουρτα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ἀνακούλκουτα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀνακλούκουδα Κρήτ. ἀνακούρκουρα Θεσσ. Θρᾴκ. ἀνακούρκουμα Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἰκαρ. Κάρπ. ἀναχούρχουδα Κρήτ. ἀνακούρκουβα Κρήτ. ἀνακούκουβα Σύμ. ἀνακούκουδα Λυκ (Λιβύσσ.) Τῆλ. ἀνεκούρκουδα Θήρ. Κέως Ἴων. (Κρήν. Σμύρν.) Α.Κρήτ. Σῦρ. Χίος κ. ἀ. ἀνεκούρκουτα Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) ἀνεκούκουρδα Κέως ἀνεκούρκουβα Θρᾴκ. Α.Κρήτ. ἀνεκούρκουρα Θρᾴκ. ἀνεκούρκουα Ἰκαρ ἀνεκούκουα Νίσυρ. ἀνερκούκουδα Θήρ. ἀνικούρκουδα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μακεδ. (Χαλκισ.) κ. ἀ. ἀνικοὑρκ’δα Ἴμβρ. Λεσβ ᾽νεκούρκουτα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀνακούρκουδα. Περὶ τῆς ἐτυμολογίας του ὁ Κορ. Ἄτ. 4,11 λέγει «ἴσως παράγεται ἀπὸ τὸ ᾿Ιταλ. corcare (se baisser, se courber), πιθανώτερον ὅμως ὅτι συγγενεύει μὲ τοῦ Ἡσυχίου τὸ κλωκυδά, τὸ καθῆσθαι ἐπ’ ἀμφοτέροις τοῖς ποσί». Ὁ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾴ 29 (1917) Λεξικογρ. ’Αρχ. 95 τὸ ἐτυμολογεῖ ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ μεσν. οὐσ. κουκούβα=γλαῦξ.

Σημασιολογία

1) Μὲ κεκαμμένα τὰ γόνατα καὶ χωρὶς νὰ ἐγγίζῃ τις τὴν γῆν ἢ κάθισμα κοιν.: κάθομαι ἀνακούρκουδα. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 298 (ἔκδ. Wagner σ. 120) «καὶ κάτσε ἀνακούρκουδα καὶ ’ς τὰ ἐμπρός σου σκόπει». Συνών. ἀνακουρκούδι, *ἀνακουρκουδιστά. Πβ. ἀνάκουφα2. 2) Ὑπτίως Λευκ. Πελοπν (Δημητσάν.): Κυλίστηκε ἀνακούρκουδα (ἐξηπλώθη κατὰ γῆς ὕπτιος). Συνών. καὶ ἀντιθ. ἰδ. ἐν. λ. ἀνάκουπα. 3) Μέ τὴν κεφαλήν πρός τὰ κάτω Τῆν.:Πέφτω ἀνακούρκουδα. Συνών. ἀνάποδα, κατακέφαλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/