ἀνακουφώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουφώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακουφώνω Εὔβ. (Πλατανιστ.)-Λεξ. Αἰν.
Ετυμολογία
’Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κουφώνω.
Σημασιολογία
1) Ὑποσκάπτων τι καθιστῶ αὐτὸ κοῖλον Εὔβ. (Πλατανιστ.): Ἀνακούφωσε τὴ βραγιˬά μου ὁ ἀναβολεˬός. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μπουνιαλ. Διήγ. Κρητ. πολεμ 274,5 (ἔκδ. ΑΞηρουχ.) «κι ὁλημερνὶς ἐσκάπτανε, τὴν γῆν ἀνακουφώνουνι 2) κάμνω τι κοῖλον ὑποκάτωθεν καὶ κυρτὸν ἔξωθεν, ἐπί κεντήματος Λεξ. Αἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA