ἀνακουφωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακουφωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνακουφωτὸς ἐπίθ. Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀνεκουφωτὸς Ἀνδρ. Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνακουφώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καλῶς προσηρμοσμένος, ὁ μὴ ἔχων συνοχὴν. ὁ σχηματίζων ὑποκάτωθεν ἢ ἀναμεταξὺ κενὸν διάστημα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔβαλε τὸ πάπλωμα ἀνεκουφωτὸ ’ς τὸ κρεββάτι Ἄνδρ. ᾿Ανακουφωτὴ πέτρα δὲ λογαριˬάζεται μὲ τὸ μέτρο (σωρὸς λίθων κανονικοῦ σχήματος, ἀλλ’ ἔχων ἐντὸς κενὰ διαστήματα) Λεξ.Δημητρ. 2) Ἐπὶ ἄρτου, ὁ ὑποστὰς τὴν ἀναγκαίαν ζύμωσιν Λεξ. Πρω Δημητρ. Συνών. ἀνεβατὸς. 3)Ὁ μὴ καλῶς κεκλεισμένος, ἡμιάνοιχτος Λεξ. Δημητρ.:Ἄφησε τὸ παράθυρο ἀνακουφωτὸ νὰ παίρνωμε ἀέρα. Πβ. ἀνάκουφος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/