ἀνακόφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακόφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακόφτω ἀμάρτ. ἀνασκόφτω Κορσ. ἀνακόβω Λεξ. Βλαστ ἀνακόβγω Κρήτ. Ροδ ἀνακόβκω Κύπρ. ἀνακόθτω Καλαβρ.(Χωρίο Βουν.) ἀνακόστω Καλαβρ.(Μπόβ.) ἀνεκόβγω Κάρπ. Σεριφ Μετοχ. ᾿νεγκομμένος Πόντ.(Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀνακόπτω = ἀπωθῶ, ἀποκρούω, ἀποκόπτω. Τὸ ἀνασκόφτω καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 5085 Η (ἔκδ. JSchmitt) «κι ὅλοι τὸν ἀνασκόψασιν, συνεμποδίσανέ τον».
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Ἐμποδίζω, συγκρατῶ τινὰ Κορσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 5084 Ρ (ἔκδ. JSchmitt) «καὶ ἄλλοι τὸν ἀνάκοψαν καὶ ἐμποδίδασίν τον». 2) Διακόπτω τι Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) κάρπ. Σεριφ.: Δὲ dό ἀνεκόβγει (ἐνν. τὸ ποτήρι, δηλ ἐκκενώνει τὸ περιεχόμενόν του ἀπνευστὶ) Σεριφ. ǁ ᾎσμ. Λυπητερὰ τραούιζεν τῆς ἄνοιξις τὰ κάλλη καὶ τὸ τραοὐδ’ ἔνε’κοψεν κ᾽ ἐκοίταξεν τὸ κῦμα (τραούιζεν= τραγούδιζε, τραγουδοῦσε) Κάρπ. β) ᾿Αμτβ. Κατόπιν παρατεταμένου κλαυθμοῦ καταλαμβάνομαι ὑπὸ λυγμῶν, ἀπὸ ’νεκόψιμον Ρόδ.: Ἀνακόβγει τὸ παιδίν. 3) ’Οργώνω τὴν γῆν ἐκ δευτέρου καὶ τρίτου Κύπρ.: Παροιμ. Ἄν τρὠς πολλὰ διόλιζε τιˬ ἂν τρώῃς λ-λία νεˬάζε, ἄν δὲν τρώῃς ταί κουτίν ἀνάκοβε ταί σπέρνε (διόλιζε=διβόλιζε). 4) ᾿Ισοπεδώνω τὴν ὀργωθεῖσαν καὶ σπαρεῖσαν γῆν διαλύων δι᾿ ἰδίου γεωργικοῦ ἐργαλείου τοὺς ὄγκους τοῦ χώματος Λεξ. Βλαστ 297. Συνών. δι βολίζω, σβαρνίζω. Β) Μεσ. 1) Προαισθάνομαι, προβλέπω Κρήτ.: ᾎσμ. Ἀχι κιˬ ἂς ἀνακόβγετο καὶ νά ’θελε τὀ ξέρῃ, νά ᾽σφαζε τόν ᾿Αράπη του ’ς τ’ ἅι-Γιˬανιˬοῦ τὰ μέρη. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωφίλ. πρᾶξ. Ε στ. 587 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ὤφου καὶ πῶς τὸ ’κόβγουσου;» 2) Εἰκάζω, ἐννοῶ, καταλαμβάνω Κρήτ. :Ὅσον ἄργε͜ιε, τόσο d’ ἀνακόβγετσ πῶς τὸν ἐφίλησεν ἡ μάννα του καὶ τσῆ ξέχασε (ἐκ παραμυθ.) Συνών. καταλαβαίνω, νο͜ιώθω. Μετοχ. ᾽νεγκομμένος, μεταφ. ὁ ἄξιος νὰ χαθῆ, νὰ καταστραφῇ, μόνον ἐπὶ ἀνθρώπου πρός ἐπίπληξιν ἢ πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, ἀλλὰ μετά τινος οἰκειότητος Ποντ. (Χαλδ.) : ’Νεγκομένε, ντο’ δουλείας εἶν᾿ ἀτὰ ντ’ εὐτάς .' (χαμένε, τί ἔργα εἶναι αὐτὰ ποῦ κάμνεις;) Τὸ ᾽νεγκομένον, ᾽κ᾽ ἐθέλεσεν νὰ πάῃ! (τὸ χαμένο, δὲν ἠθέλησε νὰ πάγῃ !)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA