ἀνακρεμαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακρεμαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακρεμαλίζω ἀμάρτ. Μες. ἀνεκρεμαλίζομαι Καρπ. ἀνεκρεμαλε͜ιέμαι Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κρεμαλίζω.
Σημασιολογία
Μέσ. κρεμῶ τὸν ἑαυτόν του, κρέμομαι : ᾽Ανεκρεμαλε͜ιέμαι ’ς τὸ ᾿εντρόν σὰν τὸ σταφύλι (᾽εντρόν=δένδρον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA