ἀνακυκλιδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακυκλιδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακυκλιδίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. κυκλιδίζω < κυκλίδι.
Σημασιολογία
Περιστρέφων τὴν ἀνέμην τυλίσσω τὸ νῆμα τοῦ περὶ αὐτὴν κυκλίου εἰς τὰ μασούρια: ᾎσμ. Κ᾽ ἔκαμ᾽ ἕνα κουβαράκι | ἴσαμ’ ἕνα ροβιθάκι, ποῦ νὰ πάῃ νὰ τ’ ἀναχὐσῃ | καὶ νὰ τ᾽ ἀνακυκλιδίσῃ; Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀνακυκλίζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA