ἀναλαμπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλαμπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλαμπίζω ἐνιαχ. ἀνελαbίζω Θήρ. Κύθν. Νάξ.(Ἀπύρανθ.) ’νελαμπίζω Ἰων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναλαμπή.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. ἀναδίδω λάμψιν ἢ φλόγα ἔνθ’ἀν.: ᾿Νελαμπίζει ἡ φωτιˬὰ Κρήν. Ἀνελαbίζουν τὰ ξύλα Ἀπύρανθ. Μετοχ. ἀνελαbισμένος = ὁ ἄξιος νὰ καῇ εἰς τὰς φλόγας Νάξ. (’Απύρανθ.): Μουρ’ἀνελαbισμένο, σώπα! Συνών. ἀναλάμπω 1 συνών. δὲ τῆς μετοχ. *ἀναλαμποκεντημένος, *ἀναλαμποφαγωμένος. 2) Μετβ. πυρακτώνω, ἐπὶ κλιβάνου Θήρ.: Ἀνελαbίζω τὀ φουρνί. Συνών. καίω. Πβ. ἀμνακαρώνω (ΙΙ) Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/