ἀναλαμποκεντημένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλαμποκεντημένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναλαμποκενντημένος ἐπίθ.ἀνελαbοκεντημένος Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναλαμπὴ καὶ τοῦ κεντημένος μετοχ. τοῦ ρ. κεντῶ.

Σημασιολογία

Ὁ ἄξιος οἱονεὶ νὰ κεντηθῆ ἀπὸ ἀναλαμπἠν, ἤτοι ὃ ἄξιος νὰ καῇ, μόνον εἰς ἀρὰς : Σκάσετε πεˬά, ἀνελαbοκεdημένα, ᾿ιˬατ’ ἐξεφουdώσετε τὴ gεφαλή μου! (ἐξεφουdώσετε=ἐζαλίσατε, ἐσκοτίσατε). Συνών. ἀνελαbισμένος (ἴδ. ἀναλαμπίζω 1), *ἀναλαμποφαγωμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/