ἀναλαμποφάγωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλαμποφάγωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναλαμποφάγωμα τό, ἀνελαbοφάωμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀναλαμπὴ καὶ φάγωμα.

Σημασιολογία

Μετων. ὁ ἄξιος νὰ φαγωθῇ ἀπὸ φωτιά, μόνον εἰς ἀρᾶς: Μουρ’ ἀνελαbοφάωμα, ἤφαές με πεˬά, ἤφαές με! Ἅμαν ἔρθῃ; κάτ’, ἀνελαbοφάωμα, θὰ σοῦ δείξω ᾽ὼ (ἐγώ)! Συνων. *ἀναλαμποκέντημα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/