ἀναλεσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλεσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναλεσιˬὰ ἡ, Σέριφ. Σιφν. κ. ἀ. ἀνελεσιὰ Τῆν. κἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ ἀλεσιˬὰ.
Σημασιολογία
’Αργία τῶν ἀνεμομύλων ἕνεκα νηνεμίας ἔνθ ᾿ἀν.: Τώρᾳ εἶναι ἀναλεσιˬὰ Σεριφ. Ἤτανε τόσες ἀναλεσιˬὲς Σιφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA