ἀναλίγωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλίγωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναλίγωμα τό, Λεξ. Κομ. (λ. ἀναλύγωμα) Δεέκ (λ. ἀνάλύγωμα) Αἰν. Μπριγκ. Πρω. ἀναλίωμα Λεξ. Κομ. ἀνελίωμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλιγώνω.
Σημασιολογία
Τὸ νᾶ. γίνεταί τι ὑδαρὲς ἔνθ’ἀν. : Χαρά ᾿ς το ’ναν ἀνελίωμα τὸ μέλι!(᾽ναν=ἕνα). Συνών. ἀνάλε͜ιωμα, ἀναλιγωμένος, ἀνάλυμα, λε͜ιώσιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA