ἀναλλαγάδιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλλαγάδιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναλλαγάδιν τό, Πόντ.(Κερασ.) ἀναλλαγάδ’ Πόντ. (᾿Αμισ. ’Αργυρόπ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ κ. ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλλάζω.

Σημασιολογία

1) ’Ενδυμασία καλὴ καὶ πολυτελὴς, τὴν ὁποίαν ἐνδύονται κατὰ τὰς ἑορτὰς ἔνθ’ ἀν.: Ἡ δεῖνα ἐφόρεσεν τ᾽ ἀναλλαγάδ ’τ’ς ἔνθ᾽ ἀν. ǁ Γνωμ. Ὁ ἐφτωχὸν ὁπόταν ᾿κ᾿ ἔ’ φορεῖ τ᾽ ἀναλλαγάδ ᾽τ᾿ (ὁ πτωχὸς στερούμενος καθημερινῆς ἐνδυμασίας ἀναγκάζεται νὰ φορῇ τὴν ἑορτάσιμον ἐνδυμασίαν του) Κοτύωρ. ǁ ᾎσμ. Τὴν ἐγαπῶ φορεῖ σακκίν, τηνάν ᾽κι θέλω ροῦχον, τηνάν ᾿κι᾽ καταδέχκουμαι φορεῖ τ᾿ ἀναλλαγάδ Κρωμν. Ὅλ’ θὰ φοροῦν καὶ λάσκουνταν ’ς σὸν κόσμον χαρεμένα καὶ τ’ ἐμὰ τ’ ἀναλλαγάδ ᾿ς σὸ σαντούχ’ κλειδωμένα (σαντούχ’=σεντούκι) Σάντ. Πβ. ἀλλάι Α 8. 2) Πολυτελὴς ἱερατικὴ ἐνδυμασία Ποντ (Τραπ.) : ’Εφόρεσεν ὁ ποππᾶς τ᾽ ἀναλλαγάδ. Πβ. ἀλλαγὴ 5 β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/