ἀναλλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλλάζω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀλλάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀποβάλλω τὰ ρυπαρὰ ἐσώρουχα καὶ ἐνδύομαι καθαρὰ Πόντ. (᾽Αμισ. Οἰν.): Ἐνέλλαξε τὰ λώματ’ ἀτ᾽ ’Αμισ. ’Απὸ πότε ᾿κ᾿ ἐνέλλαξες; Οἰν. Συνών. ἀλλάζω Α 3 β. β) ᾿Αντικαθιστῶ τὰ καθὴμερινὰ ἐνδύματα διὰ ἑορτασίμων καὶ λαμπρῶν Πόντ. (᾿Αμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σουρμ Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Ἐνέλλαξεν ἀσ᾽ σὰ νύα ὡς τὴν κορυφὴν (ἐστολίσθη τελείως) Κερας. ᾿Εφόρεσεν κ᾽ ἐνέλλαξεν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τραπ. Χαλδ. Ἐλούστεν κ᾿ ἐνέλλαξεν Κοτύωρ. ǁ Φρ. ᾿Ενέλλαξεν ἡ νύφε (ἐφόρεσε τὴν γαμήλιον περιβολὴν) Χαλδ. ǁ Γνωμ. Πῆ ’κ’ ἕ’ ἀναλλάζ' (ὅποιος δὲν ἔχει ἀναλλάζει. ’Επὶ πτωχοῦ ἀναγκαζομένου δι’ ἔλλειψιν καθημερινἣς ἐνδυμασίας νὰ φορῆ ἐνδύματα φυλαττόμενα δι᾿ ἐορτασίμους ἡμέρας) Σαντ. ǁ Αἴνιγμ. Ξερὴ νυφίτσα, κόκκινος, ξερὴ κιˬ ἀναλλαγμέντσα (τὸ κόκκινο πιπέρι. ἀναλλαγμέντσα ἀντὶ ἀναλλαγμένισσα=ἀναλλαγμένη) Κρώμν. ǁ ᾊσμ. Ἄσπρα φορεῖς, ἄσπρ’ ἀναλλάεις, ἄσπρον ἕν τὸ καρδόπο σ᾽, ἂς ἔξερα ποῖον παλληκάρ’ θὰ κεῖται ἀπέσ᾽ ᾽ς σὸ όπο σ’ (καρδόπον=καρδούλλα, ἀπέσ’=μέσα, όπον = ψυχούλλα) Τραπ. Καὶ γιˬὰ χαρὰν ἃν ἔρεσαι, χρυσὰ ἃς ἀναλλάζω, κιˬ ἀπὸ λύπης κιˬ ἄν ἔρεσαι, πικραναλλαγμέντσα (ἂν ἔρχεσαι διὰ γάμον, ἂς ἐνδυθῶ εἰς τὰ χρυσά, καὶ ἂν ἔρχεσαι φέρων λυπηρὰν ἀγγελίαν θανάτου, ἂς ἐνδυθῶ πένθιμα) Χαλδ. ’Σ σὴν ξενιτείαν π᾿ ἀχπάκεται μαυροφορεῖ καὶ πάγει, μαῦρα φορεῖ, μαῦρ’ ἀναλλάζ’, μαῦρον ἔν’ ἡ καρδία ᾿τ᾿, ᾿πεκεῖ ἀδὰ πῆ κλώκεται τὰ ἄσπρα φορεμένος, ἄσπρα φορεῖ, ἆσπρ’ ἀναλλάζ', τὰ ἄσπρα κουμπγμένος (ἀχπάκεται=ξεκινεῖ διὰ νὰ πάγῃ, ’πεκεῖ ἀδὰ= ἀπεκεῖ ἐδῶ, κλώκεται=ἐπιστρέφει, κουμπγμένος= κουμπωμένος) Χαλδ. Κορ’τζο’πον, φόρ᾿ κιˬ ἀνάλλαξον κιˬ ἂς πάμε ᾿ς σὰ χαράντας (κορ’τζόπον=κοριτσάκι, ᾽ς σὰ χαράντας= ’ς τοὺς γάμους) Ἴμερ ’Ανάθεμα τὴ μάννα σου τὴν τσούναν, τὴν Ἑβραίισαν, ᾿κ᾽ ἐφέκε με νὰ ’λέπω σε μιˬὰν ἀναλλαγμέντσαν (τσούναν=σκύλλαν) Σαντ. γ) Ἐνδύομαι τὰ λειτουργικὰ ἄμφια, ἐπὶ ἱερέως Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ὁ ποππᾶς ἀναλλάζ’. Συνών. ἀλλάζω Α 3 γ. 2) ᾿Αμτβ. μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι Πόντ. (Τραπ.): ᾿Ενέλλαξεν τὸ χρῶμαν ἀτ᾽. Συνών. ἀλλάζω Β 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA