ἀναλλαξιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλλαξιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναλλαξιˬὰ ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἄλλαξι.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ μὴ ἀλλάζῃ τις ἐσὠρρουχα ἔνθ’ ἀν.: Βρομάει καὶ ζέχνει ἀπὸ τὴν ἀναλλαξιˬὰ Λεξ. Δημητρ. ǁ Ποίημ. Μὴν πῆτε πῶς ἀπέθανα, τί μ᾽ ἔχει μοναχό της, νὰ πῆτε ὅτι σᾶς λέρωσεν ἡ ἀναλλαξιˬὰ κιˬ ὁ κοῦρος ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,48. Συνών. ἀναλλαγιˬά ἀναλλαγίλα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/