ἀναλογεῖο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλογεῖο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναλογεῖο τό, Κρήτ.(Μονοφάτσ. κ. ἀ.) Συμ.-Λεξ.Ἠπιτ ἀναλοεῖο Σύμ. ἀναλογε͜ιὸ Θρᾴκ. ᾿Ιων.(Κρήν.) Κάσ. Κρήτ. Χίος ἀναλαγε͜͜ιὸ Ἤπ. ἀνελογε͜ιὸ Κρήτ. ἀλληλουγε͜ιὸ Θήρ. ἀλλογε͜ιὸ Κιμωλ. ἀναλογε͜ιὸς ὁ, Κύθν. ἀναλαγε͜ιὸς Ἤπ. ἀνιλέους Σάμ. ἀλλαγε͜ιός Ἤπ. ἀλλογε͜ιὸς Ἀμοργ. Σίφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ ἀναλογεῖον. Τὸ ἀναλογε͜ιὸ καὶ παρὰ Βλαχ. Ὁ τύπ ἀλληλουγε͜ιό ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν λ. ἀλληλούια συχνάκις ἀκουομένην ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἀκολουθίᾳ ἀπὸ τοῦ μέρους, ὅπου στέκουν οἰ ψάλται. Οἱ τύπ. ἀλλογε͜ιό, ἀλλαγε͜͜ιός καὶ ἀλλογε͜ιός καθ’ ἁπλολογίαν. Τὸ ἀνιλέους ἐκ τοῦ *ἀνελέος< *ἀναλόγε͜ιος.

Σημασιολογία

1) Ξύλινος ὀκρίβας, πολυγωνικὸς ἢ στρογγυλὸς ἢ ἄλλου σχήματος, ἀρκετὰ ὑψηλός, εὔχρηστος εἰς τοὺς ναούς, ὁ ὁποῖος μένει σταθερῶς εἰς τὸ μέρος ὅπου στέκουν οἱ ψάλται καὶ ἐπὶ τοῦ ὁποίου τίθενται τὰ πρὸς χρῆσιν τούτων ἱερὰ βιβλία ἔνθ’ ἀν. : Γνωμ. Ὁ ἀλλογε͜ιός εἶναι σκολεῖο (διότι διδάσκονται πολλὰ τὰ βοηθοῦντα ᾿τ΄οὺς ψάλτας παιδία) Σίφν. ǁ ᾊσμ. Χαρὰ ᾿ς τὴ μάννα ποῦ γεννᾴ παιδὶ γραμματισμένο καὶ στένεται ᾿ς τ᾽ ἀναλογε͜ιὸ ρόδο ξεφουdωμένο Κρήτ. Ὅντας σταθῇς ᾽ς τ᾿ ἀναλογειὀ τσαὶ μπιˬάνῃς τὸ ψαρτήρι τσαὶ πῇς τσαὶ τὀν ἀπόστολο τρέμει τὸ μοναστῆρι Κάσ. Συνών. ἀναγνωστἠρι, ἀναλόγι 1. β) Συνεκδ. ὁ τόπος περὶ τὸ ἀναλογεῖο, ὅπου στέκει ὁ χορὸς τῶν ψαλτῶν συνήθως κατά τι ὑψηλότερος τοῦ ἐδάφους Σύμ. Χίος. Συνων ψαλτάδικο. 2) Μεταφ. κεφαλὴ (ἡ σημ. διὰ τὸ ὕψος τοῦ ἀναλογείου) Κιμωλ.: Νὰ σοῦ δώσω μιˬὰ ᾿ς τὸν ἀλλογε͜ιό!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/