ἀναλογίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλογίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλογίζομαι Λεξ. Δημητρ. ἀναλογε͜ιέαι Λεξ. Δημητρ. Κρήτ. ἀναλοῶ Νάξ. (Φιλότ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναλογίζομαι.
Σημασιολογία
1) Λογαριάζω κατ᾽ ἐμαυτόν, συλλογίζομαι Λεξ. Δημητρ. : ᾎσμ. Στέκω κιˬ ἀναλογίζομαι τῆς θάλασσας τὰ μάκρη. β) Μεταμελοῦμαι Ναξ. (Φιλότ.): Ἀνηλόησα γιˬ᾿ αὐτό. Συνών. μετανοῶ. 2) Συνέρχομαι, ἔρχομαι εἰς τὸν ἕαυτόν μου Κρήτ. Συνών. ἀνανοῶ, ἀναπαίρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA