ἀναμύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμύζω ἀμάρτ. ἀναμύζου Μακεδ. ’ναμύσσω Συμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μύζω, παρ᾿ ὃ καὶ μύσσω.
Σημασιολογία
Ἀσθμαίνω ἐκ λυγμῶν, ὑποκλαίω ἔνθ’ ἀν.: Τ᾿ ἔχεις καὶ ’ναμύσσεις; Σύμ. Πάει ἐκεῖνος ᾽ς τὸ σπίτι του κ’ ἔκλαιεν κ’ ἐνάμυσσε (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA